ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΕΕ
Ή ΕΛΛΑΔΑ ΕΚΤΟΣ ΕΕ??
ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ ΓΕΡΝΕΙ Η ΠΛΑΣΤΙΓΓΑ???
Ή ΕΛΛΑΔΑ ΕΚΤΟΣ ΕΕ??
ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ ΓΕΡΝΕΙ Η ΠΛΑΣΤΙΓΓΑ???
Η Ευρωπαϊκή Ένωση σε όλα τα στάδιά που διάνυσε ως τη σημερινή μορφή της ανέκαθεν επηρέαζε τα πολιτικά πράγματα και κυρίως την πολιτική ρητορική που κυριαρχούσε στην Ελλάδα με ποικίλους τρόπους. Ως προβαλλόμενη διέξοδος στα αδιέξοδα της εποχής και ως «φέρουσα δώρα» επικίνδυνη «Δαναός», ως εγγυήτρια της εθνικής ασφάλειας συλλογική δύναμη ή ως εν δυνάμει απειλή για την εθνική ενότητα και «ιδιαιτερότητα» , πάντα αποτελούσε και αποτελεί σημείο αναφοράς για τους εκάστοτε Ευαγγελιστές και Κασσάνδρες. Η πορεία προς την ένταξη της χώρας ως πλήρους και ισότιμου μέλους της Ε.Ο.Κ το 1979 αλλά και η μετέπειτα στάση των πολιτικών δυνάμεων της χώρας και των απλών πολιτών απέναντι στο θέμα «Ευρώπη» παρουσιάζεται ακόμα και σήμερα, αν και όχι τόσο συχνά, ούτε τόσο έντονα όσο στο παρελθόν, αντιφατική, με ρήσεις, αντιρρήσεις, ανατροπές και αναθεωρήσεις να παρατηρούνται, με μεταβολές πολιτικής και επαναπροσδιορισμούς στόχων να διαφοροποιούν τις κυβερνήσεις μεταξύ τους. Η μεταβολή της στάσης μιας κυβέρνησης στο θέμα της Ελληνικής πορείας στην Ευρώπη να αποτελεί λυδία λίθο για το χαρακτηρισμό της ως προς τη συνέπειά της ή μη στον προβεβλημένο ιδεολογικό της προσανατολισμό, ακόμα και αφορμή για πλειοδοτικές επιδείξεις πατριωτισμού από αντιπάλους αλλά και «συντρόφους» . Πώς μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα για το προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα επιχειρώντας έναν απολογισμό της Ελληνικής πορείας προς και μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Ποιά επιτεύγματα της Ελλάδας και ποιές αδυναμίες ή αποτυχίες της μπορούν να αποδοθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Διευρυνόμενη η Ένωση και προβαίνοντας σε πρωτοφανή οικονομικά και πολιτικά εγχειρήματα είναι απόλυτα αναμενόμενο να παρουσιάσει και ελλείμματα, προβλήματα, συγκρούσεις και διαμαρτυρίες. Είθισται πλέον κάθε κυβέρνηση να επιδεικνύει μια τάση δαιμονοποίησης της ΕΕ ως εύκολου «απρόσωπου» στόχου όταν αναγκάζεται ή απλώς επιθυμεί να λάβει αντιλαϊκά μέτρα. Και κάθε αντιπολίτευση παρουσιάζει ως δεδομένες και αναμενόμενες τις όποιες επιτυχίες της Κυβέρνησης, ισχυριζόμενη ότι πρέπει να πιστωθούν στις οδηγίες και τα κονδύλια τα προερχόμενα από την Ευρώπη, ότι δηλαδή η χώρα κυβερνάται εν είδει «αυτόματου πιλότου» του οποίου ο «προγραμματιστής» βρίσκεται κάπου μεταξύ Βρυξελλών και Στρασβούργου. Αν πιστέψουμε τους μεν, η Ευρώπη είναι αναγκαίο κακό. Αν εμπιστευτούμε τους δε η Ευρώπη είναι η Αθηνά και το δικό μας χέρι μονίμως τεμπελιάζει. Για να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μια ευλογοφανή απάντηση, σκόπιμο νομίζω θα ήταν να αναλογιστούμε σ αυτήν τη σχέση Ελλάδας-ΕΕ ποιο ήταν το ζητούμενο. Τι σκοπούς επιδίωκε να πετύχει η Ελλάδα με τις αιτήσεις που -σημειωτέον- δύο φορές, υπό διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικές προοπτικές και προϋποθέσεις, κατέθεσε στην ΕΟΚ; Αν αναλογιστούμε την ιστορική συγκυρία τόσο το 1961 όσο και το 1975 με την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για ένταξη και διαπιστώσουμε πόσο απέχει από τη σημερινή, ίσως κατανοήσουμε την εγγύτητα και την ίδια την ταυτότητα του κινδύνου τότε, και συνακόλουθα τον τρόπο που ευνοηθήκαμε ως κράτος από την προσχώρηση μας στην Ένωση.
Αν και ο προσανατολισμός της ΕΟΚ ήταν οικονομικός (ο απώτερος στόχος ήταν βέβαια και στην περίπτωση των Δυτικοευρωπαϊκών χωρών η διασφάλιση της ειρήνης), ωστόσο οι λόγοι που καθιστούσαν την ένταξη αναγκαία για τους πολιτικούς της δεκαετίας του ’50 -οπότε και άρχισε να ζυμώνεται η ιδέα της Ελληνικής προσχώρησης- ήταν μάλλον πολιτικοί καθαρά. Η Ελλάδα μέσα σε μία μόλις δεκαετία βρίσκεται «περικυκλωμένη» από τις χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού –κι αυτό ενώ στο εσωτερικό της η διασπαστική της κοινωνικής συνοχής αυτο-τοποθέτηση των πολιτών σε εθνικόφρονες και αριστερούς καλά κρατεί, και έμελλε να κρατήσει για πολύ ακόμα. Βασικός λόγος της δημόσιας διακήρυξης του περίφημου «ανήκομεν εις την Δύσιν» από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και της σπουδής να επισημοποιηθεί το πιστεύω αυτό ήταν να κατασταθεί σαφής ο διαχωρισμός από τις γείτονες χώρες, να εντυπωθεί τελεσίδικα στους επίδοξους στο όνομα της κομμουνιστικής ιδεολογίας σφετεριστές της εξουσίας ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον η έστω δύσκολο. Ήταν δηλαδή ένας ακόμα τρόπος (τον πρώτο αποτελούσε η ένταξη στο ΝΑΤΟ το 1951, η οποία ελάχιστα εδικαιολογείτο από τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας, ενώ το δεύτερο η προσχώρηση στο δόγμα Αϊζενχάουερ το 1957, ως αντιστάθμισμα της αδυναμίας της χώρας να ενταχθεί στη νεοσυσταθείσα ΕΟΚ) να δηλώσει η Ελλάδα το παρών στον Ψυχρό Πόλεμο που σιωπηλά μαινόταν στον πλανήτη, και να θέσει εαυτόν υπό τη σκέπη της μίας παράταξης και εναντίον της άλλης. Ακόμα περισσότερο με την υπογραφή σύνδεσης κατά κάποιον τρόπο δέσμευε τις δημοκρατικές χώρες της δύσης να υπερασπισθούν την Ελλάδα σε περίπτωση επαναστατικών (υποκινούμενων από το ΚΚΕ ή από κομμουνιστικές χώρες) κινητοποιήσεων. Βέβαια ουδείς φανταζόταν εν έτει 1962 ότι το "πάγωμα" των διαδικασιών πέντε χρόνια αργότερα δε θα ήταν αποτέλεσμα «κόκκινης» επέλασης, και ότι ο κομμουνιστικός κίνδυνος θα έδινε έρεισμα σε μια μερίδα εθνικοφρόνων που ανενόχλητοι θα κατέλυαν το δημοκρατικό πολίτευμα και θα τορπίλιζαν τη σχέση της χώρας με τη Δυτική Ευρώπη.
Αν η επταετία είχε για σύμβολο όχι το φοίνικα αλλά το σφυροδρέπανο, πράγμα απίθανο αν λάβουμε υπόψη τις δικλείδες ασφαλείας για τις οποίες είχαν φροντίσει οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, πρώτον μπορούμε να φανταστούμε ότι δε θα επρόκειτο για επταετία αλλά για πολύ συντομότερη χρονική περίοδο, και δεύτερον δ ε ν μπορούμε να φανταστούμε με ποιο κόστος θα επιτυγχανόταν αυτό, καθώς διόλου απίθανο να είχε πυροδοτηθεί η «γιγάντια πυριτιδαποθήκη» των Βαλκανίων για άλλη μια φορά, με κατάληξη μία σφοδρότατη σύγκρουση απρόβλεπτη ώς προς την έκταση και την έντασή της.
Βέβαια, ο εύλογος προβληματισμός μίας διόλου ευκαταφρόνητης μερίδας του πολιτικού κόσμου είναι γιατί τόση απέχθεια προς το σοσιαλισμό και τόση ενέργεια να δαπανάται υπό μορφήν διαπραγματεύσεων, ανταλλαγμάτων, μνημονίων και των συναφών ώστε να αποστασιοποιηθεί η χώρα από τα υπόλοιπα Βαλκάνια; Δεν όφειλε ο πολιτικός κόσμος να σταθμίσει τα θετικά και τα αρνητικά της πρόσδεσης σε κάθε ένα από τα «άρματα» και κατόπιν να κινηθεί αναλόγως θέτοντας τα κρίσιμα ερωτήματα τα σχετικά με την πορεία της χώρας στην κρίση του λαού, αντί να τραβήξει άβουλα προς την κατεύθυνση που του υποδεικνυόταν και στην πορεία να γίνει κιόλας «βασιλικότερος του βασιλέως» (εν προκειμένω «αντικομμουνιστικότερος των Δυτικών»); Είναι η άποψη των λεγόμενων ιδεολόγων και σαφώς έχει βάση, όμως η συγκυρία άλλα προέτασσε, καθώς η «αγκινάρα» είχε ήδη μοιραστεί μεταξύ Τσόρτσιλ και Στάλιν τον Οκτώβριο του 1944 στη Μόσχα και η σχετική συμφωνία είχε υπογραφεί στη Γιάλτα το Φεβρουάριο του 1945. Το κατά πόσο ήταν ρεαλιστικό να κινηθεί αυτόνομα μια χώρα της τάξεως -μεγέθους και ισχύος- της Ελλάδας ανήκει στην κρίση του καθένα. Όμως, οφείλουμε να θυμηθούμε ότι με τις παραπάνω συμφωνίες η μια πλευρά θεώρησε σημαντικότερη την Ελλάδα, για τους δικούς της -σίγουρα ιδιοτελείς -σκοπούς, τη διεκδίκησε και την πήρε, ενώ η άλλη πάλι σίγουρα για τους δικούς της -ξανά ιδιοτελείς- σκοπούς παραιτήθηκε των δικαιωμάτων της πάνω στη χώρα οικειοθελώς και όχι χωρίς ανταλλάγματα . Άρα και να έκρινε σκόπιμο μία ελληνική κυβέρνηση να αλλάξει πλεύση ή να απαιτούσε δια της βίας (ξανά) κάτι τέτοιο ένας εξεγερμένος ελληνικός λαός, το πιο πιθανόν είναι ότι θα επαναλαμβάνονταν τα γεγονότα του εμφυλίου και η Ελλάδα θα αφηνόταν στην τύχη της καθώς μάλλον η Ανατολική πλευρά -και δη μετά την αλλαγή της ηγεσίας της προς το κατά τι μετριοπαθέστερο το 1953- θα προτιμούσε να σεβαστεί τα συμφωνηθέντα παρά να σπεύσει προς στέρξιν των Ελλήνων διακινδυνεύοντας την ήδη επισφαλή ευρωπαϊκή ειρήνη. Καθώς δε η Ιστορία, όπως δείχνουν τα πράγματα, έχει πλέον αποφανθεί για το ποιά ήταν η βιώσιμη τελικά ιδεολογία από τις δύο τότε κυρίαρχες, τα τελευταία δεκαέξι χρόνια γίνεται όλο και πιο αχνή η αμφισβήτηση των πεπραγμένων της επίμαχης περιόδου, κάτι όμως που δε θα μπορούσε να προταθεί ως επιχείρημα ενισχυτικό των αποφάσεων εκείνων τη δεδομένη στιγμή καθώς η «μάχη» μεταξύ των δύο μπλοκ δειχνόταν αμφίρροπη και κανείς δεν μπορούσε να προεξοφλήσει ούτε το τέλος της ούτε το νικητή.
Προς το παρόν οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η ΕΟΚ για την Ελλάδα ήταν ένα «ΝΑΤΟ» εγγύτερα σ’ αυτήν γεωγραφικά, πολιτισμικά και ιστορικά. Τα προσδοκώμενα οικονομικά οφέλη συνέδραμαν την κυβέρνηση τόσο στο να άρει τις όποιες αμφιβολίες της ίδιας ως προς την ορθότητα του προσανατολισμού της όσο και στο να πείσει τον Ελληνικό λαό να υποστηρίξει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας- κάτι όχι και τόσο εύκολο, αφού μεγάλη μερίδα του πληθυσμού επέρριπτε στους εκάστοτε «συμμάχους», «προστάτες», και γενικά καλοθελητές όλα τα δεινά στα οποία είχε περιπέσει το Ελληνικό κράτος από τη γέννησή του.
Μετά τη μεταπολίτευση και αφού είχε πλέον καταστεί σαφές ότι το «πορφυρό» παραπέτασμα δεν ήταν ο μόνος κίνδυνος που αιωρούνταν πάνω απ την Ελλάδα, αλλά αντίθετα έμοιαζε απομακρυσμένος όσο παγιώνονταν τα σύνορα μεταξύ Ευρωπαϊκής Ανατολής και Δύσης, δύο άλλοι εχθροί πρόβαλαν από το εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας (αν και ο δεύτερος μάλλον ήταν αποτέλεσμα της εμφάνισης του πρώτου). Η στρατιωτική χούντα της επταετίας 1967-1974 απέδειξε πόσο εύθραυστη ήταν η δημοκρατία όχι μόνο ως πολίτευμα, ως θεσμοί, αλλά κυρίως ως νοοτροπία. Η παθητική αντίδραση των Ελλήνων κατά την πρώτη περίοδο καταδείκνυε την έλλειψη εμπιστοσύνης στους δημοκρατικά εκλεγμένους πολιτικούς, αλλά και τη θεώρηση ενός αυταρχικού δικτατορικού καθεστώτος ως μιας λίγο πολύ θεμιτής εναλλακτικής επιλογής, μιας ενδεχόμενης - και για ορισμένους της ενδεδειγμένης- απάντησης στα τρωτά των δημοκρατικών θεσμών. Λίγους μήνες μόλις αργότερα η προσχηματική κατάληψη της εξουσίας ήταν φανερή, ενώ αποδείχθηκε περίτρανα και με τραγικό τρόπο λίγα χρόνια αργότερα το μέγεθος της πλάνης του Ελληνικού λαού σχετικά με τις προθέσεις και τις ικανότητες του καθεστώτος, όταν εξήντα χρόνια μετά τους Βαλκανικούς πολέμους ενας δεύτερος εχθρός έκανε ξανά την εμφάνιση του. Για την εισβολή στη Βόρεια Κύπρο και κατάληψη ενός μεγάλου τμήματος του νησιού από τις στρατιωτικές δυνάμεις της Τουρκίας -με την αμέριστη συμμετοχή των ΗΠΑ και την Ευρώπη σε ρόλο θεατή- την αποκλειστική ευθύνη έφερε το καθεστώς Παπαδόπουλου-Ιωαννίδη και ως αποτέλεσμα της αδυναμίας του επήλθε και η κατάρρευσή του. Μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι τον Ιούλιο του 1974 και την και τυπικά νομιμοποιημένη ανάληψη της εξουσίας το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου είχαν γίνει βήματα προς την επιστροφή στην ομαλότητα, αλλά το σαράκι του αντιδημοκρατισμού είχε ήδη προκαλέσει ορατές βλάβες στην πολιτική σκέψη όχι μεγάλου αλλά ικανού αριθμού Ελλήνων. Οι δυσκολίες με την Τουρκία συνεχίζονταν, και μια εμπόλεμη σύρραξη με τη γείτονα ήταν όχι μόνο ορατή ως πιθανότητα, αλλά δυστυχώς για ορισμένους ευκταία και επιδιωκόμενη πράξη πατριωτισμού. Η κάθετη διαφωνία της Ελληνικής Κυβέρνησης με μια τέτοια προοπτική καθιστούσε την ανατροπή του πολιτεύματος διαρκή και καθόλου αμελητέο κίνδυνο. Μέσα σε αυτήν την πολιτική ατμόσφαιρα, η αρχική επιδίωξη της Ελλάδας μετά τη μεταπολίτευση ήταν η διασφάλιση του δημοκρατικού πολιτεύματος αφενός, κάτι το οποίο κατά μεγάλο μέρος κατέστη εφικτό λόγω της προσχώρησής της στην Ε.Ο.Κ., και των συνόρων αυτών καθαυτά του Ελληνικού κράτους αφετέρου.
Κατά την περίοδο της αυτοεξορίας του ο Κων/νος Καραμανλής έχει συνάψει σχέσεις με κορυφαίους Ευρωπαίους πολιτικούς της εποχής και χαίρει της εκτίμησής τους. Αυτό θα αποβεί σωτήριο για την Ελλάδα καθώς η χώρα είναι αδύνατον να καταφέρει να πληροί τις προϋποθέσεις για ένταξη την επιθυμητή ημερομηνία· προτείνεται να μεσολαβήσει πενταετής προενταξιακή περίοδος. Μετά από προσωπική παρέμβαση το πρωθυπουργού. η Πράξη Προσχώρησης υπογράφεται ουσιαστικά με το «λόγω τιμής» στις 28 Μαΐου 1979 και, από 1ης Ιανουαρίου 1981, εν μέσω χειροκροτημάτων αλλά –εννοείται- και αποδοκιμασιών η Ελλάδα γίνεται το δέκατο «πλήρες και ισότιμο» μέλος της ΕΟΚ.
Αλλά και οι κυβερνήσεις του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος από το 1981 έως το 1989 που ακολούθησαν αυτές τις Νέας Δημοκρατίας -αν και ομολογουμένως απρόθυμα στην αρχή- πολύ σύντομα έδειξαν ότι όχι μόνο δεν αντιτίθεντο στην Ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας αλλά, αντίθετα εκμεταλλεύτηκαν τα πλεονεκτήματα που τους δίνονταν και δημιούργησαν και επιπλέον ευκαιρίες για να αποκομίσουν οφέλη από το νέο πολιτικό περιβάλλον. Η κατάσταση στα ανατολικά σύνορα είχε αμβλυνθεί, το πολίτευμα είχε σταθεροποιηθεί, το κοινωνικό κράτος είχε θεμελιωθεί και ερχόταν η σειρά των οικονομικών διαπραγματεύσεων. Τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα που διεκδίκησε η Ελληνική κυβέρνηση και πήρε το 1983 και που εφαρμόστηκαν μέχρι και το 1989, αν και δεν έτυχαν πλήρους εκμετάλλευσης οπωσδήποτε προσέφεραν ανυπολόγιστη βοήθεια στη χώρα, ενώ από το 1989 τίθενται σε εφαρμογή τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξες με χρηματοδότηση από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και το Ταμείο Συνοχής της Ένωσης, τα οποία συνεχίζονται ως και σήμερα και με τη συνδρομή των οποίων έχουν προστεθεί στο χαρτοφυλάκιο της Ελλάδας, ιδιαίτερα την περίοδο 1997-2005 έργα υποδομής που οι πολιτικοί οραματίζονταν εδώ και δεκαετίες καθώς και προγράμματα που βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων.
Όσον αφορά στον τομέα της πολιτικής και ιδιαίτερα της θέσης της χώρας στη διεθνή σκηνή, η ένταξη στην ΕΟΚ, και το 1992 η υπογραφή της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Οικονομική και Νομισματική Ένωση προσέδωσαν στην Ελλάδα κύρος στις συναλλαγές της με χώρες εκτός και εντός ΕΕ. Από το 1999 με τη Διάσκεψη Κορυφής του Ελσίνκι οι Ελληνο-Τουρκικές υποθέσεις θεωρούνται υποθέσεις Τουρκίας- ΕΕ. Οι διευρύνσεις του 2004 και του 2007 με δώδεκα νέες χώρες να αποτελούν νέα πρόκληση για τον επαναπροσδιορισμό των στόχων και των πολιτικών της Ένωσης, τοποθέτησαν την Ελλάδα στο νοτιοανατολικό άκρο της ενοποιημένης Ευρώπης, και την έβγαλαν από τη γεωγραφική της απομόνωση. Είναι εύλογο πως οι καινοφανείς καταστάσεις και οι νέες υποχρεώσεις τροφοδοτούν τους αρνητικά απέναντι στην Ένωση διακείμενους- όμως κανείς δεν είχε ποτέ ισχυριστεί ότι το να θέτει μια χώρα τον πήχυ ψηλά είναι εύκολη υπόθεση.
Η Ελλάδα μέσα σε δεκαπέντε χρόνια έγινε από χώρα εξαγωγής μεταναστών, χώρα εισαγωγής τόσο οικονομικών όσο και πολιτικών προσφύγων, κάτι που μπορεί να «μολύνει» την ιδέα περί εθνικής καθαρότητας ορισμένων, αλλά καταδεικνύει την επιταχυνόμενη οικονομική άνοδο της χώρας. Το ευρώ κατέληξε να αυξήσει το κόστος ζωής αλλά μόνο επειδή οι ίδιοι το επιτρέψαμε, παρασυρόμενοι ίσως από την αισθητή βελτίωση της αγοραστικής μας δύναμης που είχε προηγηθεί αλλά και λόγω άστοχων χειρισμών στο επικοινωνιακό πεδίο βασικά και ολιγωρίας μπροστά στους κινδύνους που διαφαίνονταν - αυτό δεν καθιστά όμως την είσοδο στην Ευρωζώνη λανθασμένη επιλογή. Η Ελληνική Προεδρία του 2003 επί της δεύτερης κυβέρνησης Κωνσταντίνου Σημίτη αντεπεξήλθε με απόλυτη επιτυχία στις υποχρεώσεις της, παρά την ατυχή διεθνή συγκυρία και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 διέψευσαν τις απανταχού Κασσάνδρες και έτυχαν άψογης διοργάνωσης. Κάθε μικρό ή μεγάλο επεισόδιο στο Αιγαίο γίνεται αντικείμενο συζήτησης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ενώ πλέον η γειτονική χώρα αντιλαμβάνεται ότι -παρά τις πιέσεις των «ατλαντιστών» και των προστατών τους- μεγάλο μέρος της Ευρώπης, αν και όχι η Ελλάδα, αντιτίθεται στην προοπτική ένταξής της στην ΕΕ. Αυτό περίπου είναι το Ελληνικό πολιτικό σκηνικό σήμερα.
Βέβαια, δεν μπορούμε πλέον να κόβουμε νόμισμα, να υποτιμούμε τη δραχμή ή να προσφεύγουμε στον προσφιλέστατο μέχρι πρότινος εξωτερικό δανεισμό για να καλύψουμε τα ελλείμματα του προϋπολογισμού ούτε και να επιδιδόμαστε σε προεκλογικές παροχές, αφού πλέον δε γίνονται πιστευτές ούτε από το λαό- είμαστε δεσμευμένοι από τη Στρατηγική της Λισσαβόνας. Δεν μπορούμε να εισάγουμε οποιοδήποτε προϊόν ή να υιοθετούμε οποιαδήποτε μέθοδο καλλιέργειας χωρίς να υπολογίζουμε την υγεία και την ασφάλεια του καταναλωτή- μας δεσμεύουν η Τελωνειακή Ένωση και η Κοινή Γεωργική Πολιτική αντίστοιχα. Δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε μπροστά στην ανάλγητη ρύπανση του περιβάλλοντος ή να βρίσκουμε τρόπους να χωροθετούμε χωματερές όπου μας βολεύει και να μολύνουμε τις ακτές μας ελπίζοντας ότι δε θα το προσέξει κανένας –μας δεσμεύει η Πολιτική Περιβάλλοντος και το δίκτυο Natura 2000. Δεν μπορούμε να αδιαφορούμε για τις μειονότητες και για τα άτομα με ειδικές ανάγκες- μας δεσμεύει η Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς και η αρχή της μη Διακριτικής Μεταχείρισης. Δεν μπορούμε να κακοποιούμε τα ζώα κατά τη συνήθη πρακτική μας–προνοεί για αυτά το σχετικό πρωτόκολλο της Συνθήκης του Άμστερνταμ. Δεν μπορούμε να υποκύπτουμε στις πιέσεις της Εκκλησίας επί παντός του επιστητού- πλέον υπάρχει σοβαρός και πιστευτός λόγος για όποιον θέλει να αντισταθεί. Δεν μπορούμε να παραχωρούμε ή να διατηρούμε μονοπώλια προφασιζόμενοι την ενίσχυση ή διατήρηση του κοινωνικού Κράτους- μας δεσμεύουν οι Κοινοτικοί Κανόνες Ανταγωνισμού. Δεν μπορούμε πλέον αβασάνιστα να προσλαμβάνουμε τους γυναικάδελφούς μας και τα βαφτιστήρια μας· μπορεί οι θιγέντες να απευθυνθούν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Δεν μπορούμε να απαιτούμε, εν τέλει να τυγχάνουμε διαρκώς ειδικής μεταχείρισης, να μας αναγνωρίζουν την «εξαιρετικότητά» μας ως «μοναδικού» λαού και να μας παραχωρούν προνόμια χωρίς αυτά να συνοδεύονται από αντίστοιχες υποχρεώσεις.
Οι δεσμεύσεις οι οποίες ενδεικτικά –και δηκτικά- αναφέρονται αποτελούν συνήθως την πηγή του αναθέματος για τους επικριτές της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ. Και είναι οι πολίτες, δυστυχώς που προβαίνουν ανερυθρίαστα σε τέτοιου είδους κριτικές. Οι πολιτικοί, ευτυχώς, έχουν συνειδητοποιήσει ότι το να επιχειρηθεί- ακόμα και να εννοηθεί - πρόταση μοναχικής πορείας σήμερα θα ακουγόταν τουλάχιστον πρωθύστερο. Το ότι όμως τα παραπάνω υιοθετούνται ως επιχειρήματα από μια υπαρκτή μερίδα του λαού, της οποίας το μέγεθος ποικίλλει αναλόγως του θέματος, είναι κάτι άξιο προβληματισμού και απορίας.
Προβληματισμού γιατί αυτά που εκλαμβάνουν ως θυσίες προφανές είναι πως λειτουργούν ως ζώνη ασφαλείας- υποχρεωτική, ασφυκτική αλλά σωσίβια. Απορίας δε, καθώς , κι αν ακόμα υποτεθεί ότι πρόκειται όντως περί θυσιών, είναι πολύ απλό να δούμε την Ελλάδα να αλλάζει καθημερινά όψη γύρω μας, να θαυμάσουμε τα ορατά και όχι πλέον κρυμμένα στο νέφος μνημεία, να θυμηθούμε τις Ολυμπιακές ημέρες στην Αθήνα (κι αυτά όντας πρωταθλητές σε παραβάσεις), και μετά να θυμηθούμε, τους λόγους που είχαν καταστήσει την ενσωμάτωσή της στο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα ουσιαστικά μονόδρομο, τη θέση της στη διεθνή σκηνή, την εσωτερική κατάσταση της χώρας, και την πρόσφατη ως το 1981 ιστορία της και τους κινδύνους που ακόμα διέτρεχε.
Διευρυνόμενη η Ένωση και προβαίνοντας σε πρωτοφανή οικονομικά και πολιτικά εγχειρήματα είναι απόλυτα αναμενόμενο να παρουσιάσει και ελλείμματα, προβλήματα, συγκρούσεις και διαμαρτυρίες. Είθισται πλέον κάθε κυβέρνηση να επιδεικνύει μια τάση δαιμονοποίησης της ΕΕ ως εύκολου «απρόσωπου» στόχου όταν αναγκάζεται ή απλώς επιθυμεί να λάβει αντιλαϊκά μέτρα. Και κάθε αντιπολίτευση παρουσιάζει ως δεδομένες και αναμενόμενες τις όποιες επιτυχίες της Κυβέρνησης, ισχυριζόμενη ότι πρέπει να πιστωθούν στις οδηγίες και τα κονδύλια τα προερχόμενα από την Ευρώπη, ότι δηλαδή η χώρα κυβερνάται εν είδει «αυτόματου πιλότου» του οποίου ο «προγραμματιστής» βρίσκεται κάπου μεταξύ Βρυξελλών και Στρασβούργου. Αν πιστέψουμε τους μεν, η Ευρώπη είναι αναγκαίο κακό. Αν εμπιστευτούμε τους δε η Ευρώπη είναι η Αθηνά και το δικό μας χέρι μονίμως τεμπελιάζει. Για να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μια ευλογοφανή απάντηση, σκόπιμο νομίζω θα ήταν να αναλογιστούμε σ αυτήν τη σχέση Ελλάδας-ΕΕ ποιο ήταν το ζητούμενο. Τι σκοπούς επιδίωκε να πετύχει η Ελλάδα με τις αιτήσεις που -σημειωτέον- δύο φορές, υπό διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικές προοπτικές και προϋποθέσεις, κατέθεσε στην ΕΟΚ; Αν αναλογιστούμε την ιστορική συγκυρία τόσο το 1961 όσο και το 1975 με την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για ένταξη και διαπιστώσουμε πόσο απέχει από τη σημερινή, ίσως κατανοήσουμε την εγγύτητα και την ίδια την ταυτότητα του κινδύνου τότε, και συνακόλουθα τον τρόπο που ευνοηθήκαμε ως κράτος από την προσχώρηση μας στην Ένωση.
Αν και ο προσανατολισμός της ΕΟΚ ήταν οικονομικός (ο απώτερος στόχος ήταν βέβαια και στην περίπτωση των Δυτικοευρωπαϊκών χωρών η διασφάλιση της ειρήνης), ωστόσο οι λόγοι που καθιστούσαν την ένταξη αναγκαία για τους πολιτικούς της δεκαετίας του ’50 -οπότε και άρχισε να ζυμώνεται η ιδέα της Ελληνικής προσχώρησης- ήταν μάλλον πολιτικοί καθαρά. Η Ελλάδα μέσα σε μία μόλις δεκαετία βρίσκεται «περικυκλωμένη» από τις χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού –κι αυτό ενώ στο εσωτερικό της η διασπαστική της κοινωνικής συνοχής αυτο-τοποθέτηση των πολιτών σε εθνικόφρονες και αριστερούς καλά κρατεί, και έμελλε να κρατήσει για πολύ ακόμα. Βασικός λόγος της δημόσιας διακήρυξης του περίφημου «ανήκομεν εις την Δύσιν» από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και της σπουδής να επισημοποιηθεί το πιστεύω αυτό ήταν να κατασταθεί σαφής ο διαχωρισμός από τις γείτονες χώρες, να εντυπωθεί τελεσίδικα στους επίδοξους στο όνομα της κομμουνιστικής ιδεολογίας σφετεριστές της εξουσίας ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον η έστω δύσκολο. Ήταν δηλαδή ένας ακόμα τρόπος (τον πρώτο αποτελούσε η ένταξη στο ΝΑΤΟ το 1951, η οποία ελάχιστα εδικαιολογείτο από τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας, ενώ το δεύτερο η προσχώρηση στο δόγμα Αϊζενχάουερ το 1957, ως αντιστάθμισμα της αδυναμίας της χώρας να ενταχθεί στη νεοσυσταθείσα ΕΟΚ) να δηλώσει η Ελλάδα το παρών στον Ψυχρό Πόλεμο που σιωπηλά μαινόταν στον πλανήτη, και να θέσει εαυτόν υπό τη σκέπη της μίας παράταξης και εναντίον της άλλης. Ακόμα περισσότερο με την υπογραφή σύνδεσης κατά κάποιον τρόπο δέσμευε τις δημοκρατικές χώρες της δύσης να υπερασπισθούν την Ελλάδα σε περίπτωση επαναστατικών (υποκινούμενων από το ΚΚΕ ή από κομμουνιστικές χώρες) κινητοποιήσεων. Βέβαια ουδείς φανταζόταν εν έτει 1962 ότι το "πάγωμα" των διαδικασιών πέντε χρόνια αργότερα δε θα ήταν αποτέλεσμα «κόκκινης» επέλασης, και ότι ο κομμουνιστικός κίνδυνος θα έδινε έρεισμα σε μια μερίδα εθνικοφρόνων που ανενόχλητοι θα κατέλυαν το δημοκρατικό πολίτευμα και θα τορπίλιζαν τη σχέση της χώρας με τη Δυτική Ευρώπη.
Αν η επταετία είχε για σύμβολο όχι το φοίνικα αλλά το σφυροδρέπανο, πράγμα απίθανο αν λάβουμε υπόψη τις δικλείδες ασφαλείας για τις οποίες είχαν φροντίσει οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, πρώτον μπορούμε να φανταστούμε ότι δε θα επρόκειτο για επταετία αλλά για πολύ συντομότερη χρονική περίοδο, και δεύτερον δ ε ν μπορούμε να φανταστούμε με ποιο κόστος θα επιτυγχανόταν αυτό, καθώς διόλου απίθανο να είχε πυροδοτηθεί η «γιγάντια πυριτιδαποθήκη» των Βαλκανίων για άλλη μια φορά, με κατάληξη μία σφοδρότατη σύγκρουση απρόβλεπτη ώς προς την έκταση και την έντασή της.
Βέβαια, ο εύλογος προβληματισμός μίας διόλου ευκαταφρόνητης μερίδας του πολιτικού κόσμου είναι γιατί τόση απέχθεια προς το σοσιαλισμό και τόση ενέργεια να δαπανάται υπό μορφήν διαπραγματεύσεων, ανταλλαγμάτων, μνημονίων και των συναφών ώστε να αποστασιοποιηθεί η χώρα από τα υπόλοιπα Βαλκάνια; Δεν όφειλε ο πολιτικός κόσμος να σταθμίσει τα θετικά και τα αρνητικά της πρόσδεσης σε κάθε ένα από τα «άρματα» και κατόπιν να κινηθεί αναλόγως θέτοντας τα κρίσιμα ερωτήματα τα σχετικά με την πορεία της χώρας στην κρίση του λαού, αντί να τραβήξει άβουλα προς την κατεύθυνση που του υποδεικνυόταν και στην πορεία να γίνει κιόλας «βασιλικότερος του βασιλέως» (εν προκειμένω «αντικομμουνιστικότερος των Δυτικών»); Είναι η άποψη των λεγόμενων ιδεολόγων και σαφώς έχει βάση, όμως η συγκυρία άλλα προέτασσε, καθώς η «αγκινάρα» είχε ήδη μοιραστεί μεταξύ Τσόρτσιλ και Στάλιν τον Οκτώβριο του 1944 στη Μόσχα και η σχετική συμφωνία είχε υπογραφεί στη Γιάλτα το Φεβρουάριο του 1945. Το κατά πόσο ήταν ρεαλιστικό να κινηθεί αυτόνομα μια χώρα της τάξεως -μεγέθους και ισχύος- της Ελλάδας ανήκει στην κρίση του καθένα. Όμως, οφείλουμε να θυμηθούμε ότι με τις παραπάνω συμφωνίες η μια πλευρά θεώρησε σημαντικότερη την Ελλάδα, για τους δικούς της -σίγουρα ιδιοτελείς -σκοπούς, τη διεκδίκησε και την πήρε, ενώ η άλλη πάλι σίγουρα για τους δικούς της -ξανά ιδιοτελείς- σκοπούς παραιτήθηκε των δικαιωμάτων της πάνω στη χώρα οικειοθελώς και όχι χωρίς ανταλλάγματα . Άρα και να έκρινε σκόπιμο μία ελληνική κυβέρνηση να αλλάξει πλεύση ή να απαιτούσε δια της βίας (ξανά) κάτι τέτοιο ένας εξεγερμένος ελληνικός λαός, το πιο πιθανόν είναι ότι θα επαναλαμβάνονταν τα γεγονότα του εμφυλίου και η Ελλάδα θα αφηνόταν στην τύχη της καθώς μάλλον η Ανατολική πλευρά -και δη μετά την αλλαγή της ηγεσίας της προς το κατά τι μετριοπαθέστερο το 1953- θα προτιμούσε να σεβαστεί τα συμφωνηθέντα παρά να σπεύσει προς στέρξιν των Ελλήνων διακινδυνεύοντας την ήδη επισφαλή ευρωπαϊκή ειρήνη. Καθώς δε η Ιστορία, όπως δείχνουν τα πράγματα, έχει πλέον αποφανθεί για το ποιά ήταν η βιώσιμη τελικά ιδεολογία από τις δύο τότε κυρίαρχες, τα τελευταία δεκαέξι χρόνια γίνεται όλο και πιο αχνή η αμφισβήτηση των πεπραγμένων της επίμαχης περιόδου, κάτι όμως που δε θα μπορούσε να προταθεί ως επιχείρημα ενισχυτικό των αποφάσεων εκείνων τη δεδομένη στιγμή καθώς η «μάχη» μεταξύ των δύο μπλοκ δειχνόταν αμφίρροπη και κανείς δεν μπορούσε να προεξοφλήσει ούτε το τέλος της ούτε το νικητή.
Προς το παρόν οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η ΕΟΚ για την Ελλάδα ήταν ένα «ΝΑΤΟ» εγγύτερα σ’ αυτήν γεωγραφικά, πολιτισμικά και ιστορικά. Τα προσδοκώμενα οικονομικά οφέλη συνέδραμαν την κυβέρνηση τόσο στο να άρει τις όποιες αμφιβολίες της ίδιας ως προς την ορθότητα του προσανατολισμού της όσο και στο να πείσει τον Ελληνικό λαό να υποστηρίξει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας- κάτι όχι και τόσο εύκολο, αφού μεγάλη μερίδα του πληθυσμού επέρριπτε στους εκάστοτε «συμμάχους», «προστάτες», και γενικά καλοθελητές όλα τα δεινά στα οποία είχε περιπέσει το Ελληνικό κράτος από τη γέννησή του.
Μετά τη μεταπολίτευση και αφού είχε πλέον καταστεί σαφές ότι το «πορφυρό» παραπέτασμα δεν ήταν ο μόνος κίνδυνος που αιωρούνταν πάνω απ την Ελλάδα, αλλά αντίθετα έμοιαζε απομακρυσμένος όσο παγιώνονταν τα σύνορα μεταξύ Ευρωπαϊκής Ανατολής και Δύσης, δύο άλλοι εχθροί πρόβαλαν από το εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας (αν και ο δεύτερος μάλλον ήταν αποτέλεσμα της εμφάνισης του πρώτου). Η στρατιωτική χούντα της επταετίας 1967-1974 απέδειξε πόσο εύθραυστη ήταν η δημοκρατία όχι μόνο ως πολίτευμα, ως θεσμοί, αλλά κυρίως ως νοοτροπία. Η παθητική αντίδραση των Ελλήνων κατά την πρώτη περίοδο καταδείκνυε την έλλειψη εμπιστοσύνης στους δημοκρατικά εκλεγμένους πολιτικούς, αλλά και τη θεώρηση ενός αυταρχικού δικτατορικού καθεστώτος ως μιας λίγο πολύ θεμιτής εναλλακτικής επιλογής, μιας ενδεχόμενης - και για ορισμένους της ενδεδειγμένης- απάντησης στα τρωτά των δημοκρατικών θεσμών. Λίγους μήνες μόλις αργότερα η προσχηματική κατάληψη της εξουσίας ήταν φανερή, ενώ αποδείχθηκε περίτρανα και με τραγικό τρόπο λίγα χρόνια αργότερα το μέγεθος της πλάνης του Ελληνικού λαού σχετικά με τις προθέσεις και τις ικανότητες του καθεστώτος, όταν εξήντα χρόνια μετά τους Βαλκανικούς πολέμους ενας δεύτερος εχθρός έκανε ξανά την εμφάνιση του. Για την εισβολή στη Βόρεια Κύπρο και κατάληψη ενός μεγάλου τμήματος του νησιού από τις στρατιωτικές δυνάμεις της Τουρκίας -με την αμέριστη συμμετοχή των ΗΠΑ και την Ευρώπη σε ρόλο θεατή- την αποκλειστική ευθύνη έφερε το καθεστώς Παπαδόπουλου-Ιωαννίδη και ως αποτέλεσμα της αδυναμίας του επήλθε και η κατάρρευσή του. Μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι τον Ιούλιο του 1974 και την και τυπικά νομιμοποιημένη ανάληψη της εξουσίας το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου είχαν γίνει βήματα προς την επιστροφή στην ομαλότητα, αλλά το σαράκι του αντιδημοκρατισμού είχε ήδη προκαλέσει ορατές βλάβες στην πολιτική σκέψη όχι μεγάλου αλλά ικανού αριθμού Ελλήνων. Οι δυσκολίες με την Τουρκία συνεχίζονταν, και μια εμπόλεμη σύρραξη με τη γείτονα ήταν όχι μόνο ορατή ως πιθανότητα, αλλά δυστυχώς για ορισμένους ευκταία και επιδιωκόμενη πράξη πατριωτισμού. Η κάθετη διαφωνία της Ελληνικής Κυβέρνησης με μια τέτοια προοπτική καθιστούσε την ανατροπή του πολιτεύματος διαρκή και καθόλου αμελητέο κίνδυνο. Μέσα σε αυτήν την πολιτική ατμόσφαιρα, η αρχική επιδίωξη της Ελλάδας μετά τη μεταπολίτευση ήταν η διασφάλιση του δημοκρατικού πολιτεύματος αφενός, κάτι το οποίο κατά μεγάλο μέρος κατέστη εφικτό λόγω της προσχώρησής της στην Ε.Ο.Κ., και των συνόρων αυτών καθαυτά του Ελληνικού κράτους αφετέρου.
Κατά την περίοδο της αυτοεξορίας του ο Κων/νος Καραμανλής έχει συνάψει σχέσεις με κορυφαίους Ευρωπαίους πολιτικούς της εποχής και χαίρει της εκτίμησής τους. Αυτό θα αποβεί σωτήριο για την Ελλάδα καθώς η χώρα είναι αδύνατον να καταφέρει να πληροί τις προϋποθέσεις για ένταξη την επιθυμητή ημερομηνία· προτείνεται να μεσολαβήσει πενταετής προενταξιακή περίοδος. Μετά από προσωπική παρέμβαση το πρωθυπουργού. η Πράξη Προσχώρησης υπογράφεται ουσιαστικά με το «λόγω τιμής» στις 28 Μαΐου 1979 και, από 1ης Ιανουαρίου 1981, εν μέσω χειροκροτημάτων αλλά –εννοείται- και αποδοκιμασιών η Ελλάδα γίνεται το δέκατο «πλήρες και ισότιμο» μέλος της ΕΟΚ.
Αλλά και οι κυβερνήσεις του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος από το 1981 έως το 1989 που ακολούθησαν αυτές τις Νέας Δημοκρατίας -αν και ομολογουμένως απρόθυμα στην αρχή- πολύ σύντομα έδειξαν ότι όχι μόνο δεν αντιτίθεντο στην Ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας αλλά, αντίθετα εκμεταλλεύτηκαν τα πλεονεκτήματα που τους δίνονταν και δημιούργησαν και επιπλέον ευκαιρίες για να αποκομίσουν οφέλη από το νέο πολιτικό περιβάλλον. Η κατάσταση στα ανατολικά σύνορα είχε αμβλυνθεί, το πολίτευμα είχε σταθεροποιηθεί, το κοινωνικό κράτος είχε θεμελιωθεί και ερχόταν η σειρά των οικονομικών διαπραγματεύσεων. Τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα που διεκδίκησε η Ελληνική κυβέρνηση και πήρε το 1983 και που εφαρμόστηκαν μέχρι και το 1989, αν και δεν έτυχαν πλήρους εκμετάλλευσης οπωσδήποτε προσέφεραν ανυπολόγιστη βοήθεια στη χώρα, ενώ από το 1989 τίθενται σε εφαρμογή τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξες με χρηματοδότηση από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και το Ταμείο Συνοχής της Ένωσης, τα οποία συνεχίζονται ως και σήμερα και με τη συνδρομή των οποίων έχουν προστεθεί στο χαρτοφυλάκιο της Ελλάδας, ιδιαίτερα την περίοδο 1997-2005 έργα υποδομής που οι πολιτικοί οραματίζονταν εδώ και δεκαετίες καθώς και προγράμματα που βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων.
Όσον αφορά στον τομέα της πολιτικής και ιδιαίτερα της θέσης της χώρας στη διεθνή σκηνή, η ένταξη στην ΕΟΚ, και το 1992 η υπογραφή της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Οικονομική και Νομισματική Ένωση προσέδωσαν στην Ελλάδα κύρος στις συναλλαγές της με χώρες εκτός και εντός ΕΕ. Από το 1999 με τη Διάσκεψη Κορυφής του Ελσίνκι οι Ελληνο-Τουρκικές υποθέσεις θεωρούνται υποθέσεις Τουρκίας- ΕΕ. Οι διευρύνσεις του 2004 και του 2007 με δώδεκα νέες χώρες να αποτελούν νέα πρόκληση για τον επαναπροσδιορισμό των στόχων και των πολιτικών της Ένωσης, τοποθέτησαν την Ελλάδα στο νοτιοανατολικό άκρο της ενοποιημένης Ευρώπης, και την έβγαλαν από τη γεωγραφική της απομόνωση. Είναι εύλογο πως οι καινοφανείς καταστάσεις και οι νέες υποχρεώσεις τροφοδοτούν τους αρνητικά απέναντι στην Ένωση διακείμενους- όμως κανείς δεν είχε ποτέ ισχυριστεί ότι το να θέτει μια χώρα τον πήχυ ψηλά είναι εύκολη υπόθεση.
Η Ελλάδα μέσα σε δεκαπέντε χρόνια έγινε από χώρα εξαγωγής μεταναστών, χώρα εισαγωγής τόσο οικονομικών όσο και πολιτικών προσφύγων, κάτι που μπορεί να «μολύνει» την ιδέα περί εθνικής καθαρότητας ορισμένων, αλλά καταδεικνύει την επιταχυνόμενη οικονομική άνοδο της χώρας. Το ευρώ κατέληξε να αυξήσει το κόστος ζωής αλλά μόνο επειδή οι ίδιοι το επιτρέψαμε, παρασυρόμενοι ίσως από την αισθητή βελτίωση της αγοραστικής μας δύναμης που είχε προηγηθεί αλλά και λόγω άστοχων χειρισμών στο επικοινωνιακό πεδίο βασικά και ολιγωρίας μπροστά στους κινδύνους που διαφαίνονταν - αυτό δεν καθιστά όμως την είσοδο στην Ευρωζώνη λανθασμένη επιλογή. Η Ελληνική Προεδρία του 2003 επί της δεύτερης κυβέρνησης Κωνσταντίνου Σημίτη αντεπεξήλθε με απόλυτη επιτυχία στις υποχρεώσεις της, παρά την ατυχή διεθνή συγκυρία και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 διέψευσαν τις απανταχού Κασσάνδρες και έτυχαν άψογης διοργάνωσης. Κάθε μικρό ή μεγάλο επεισόδιο στο Αιγαίο γίνεται αντικείμενο συζήτησης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ενώ πλέον η γειτονική χώρα αντιλαμβάνεται ότι -παρά τις πιέσεις των «ατλαντιστών» και των προστατών τους- μεγάλο μέρος της Ευρώπης, αν και όχι η Ελλάδα, αντιτίθεται στην προοπτική ένταξής της στην ΕΕ. Αυτό περίπου είναι το Ελληνικό πολιτικό σκηνικό σήμερα.
Βέβαια, δεν μπορούμε πλέον να κόβουμε νόμισμα, να υποτιμούμε τη δραχμή ή να προσφεύγουμε στον προσφιλέστατο μέχρι πρότινος εξωτερικό δανεισμό για να καλύψουμε τα ελλείμματα του προϋπολογισμού ούτε και να επιδιδόμαστε σε προεκλογικές παροχές, αφού πλέον δε γίνονται πιστευτές ούτε από το λαό- είμαστε δεσμευμένοι από τη Στρατηγική της Λισσαβόνας. Δεν μπορούμε να εισάγουμε οποιοδήποτε προϊόν ή να υιοθετούμε οποιαδήποτε μέθοδο καλλιέργειας χωρίς να υπολογίζουμε την υγεία και την ασφάλεια του καταναλωτή- μας δεσμεύουν η Τελωνειακή Ένωση και η Κοινή Γεωργική Πολιτική αντίστοιχα. Δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε μπροστά στην ανάλγητη ρύπανση του περιβάλλοντος ή να βρίσκουμε τρόπους να χωροθετούμε χωματερές όπου μας βολεύει και να μολύνουμε τις ακτές μας ελπίζοντας ότι δε θα το προσέξει κανένας –μας δεσμεύει η Πολιτική Περιβάλλοντος και το δίκτυο Natura 2000. Δεν μπορούμε να αδιαφορούμε για τις μειονότητες και για τα άτομα με ειδικές ανάγκες- μας δεσμεύει η Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς και η αρχή της μη Διακριτικής Μεταχείρισης. Δεν μπορούμε να κακοποιούμε τα ζώα κατά τη συνήθη πρακτική μας–προνοεί για αυτά το σχετικό πρωτόκολλο της Συνθήκης του Άμστερνταμ. Δεν μπορούμε να υποκύπτουμε στις πιέσεις της Εκκλησίας επί παντός του επιστητού- πλέον υπάρχει σοβαρός και πιστευτός λόγος για όποιον θέλει να αντισταθεί. Δεν μπορούμε να παραχωρούμε ή να διατηρούμε μονοπώλια προφασιζόμενοι την ενίσχυση ή διατήρηση του κοινωνικού Κράτους- μας δεσμεύουν οι Κοινοτικοί Κανόνες Ανταγωνισμού. Δεν μπορούμε πλέον αβασάνιστα να προσλαμβάνουμε τους γυναικάδελφούς μας και τα βαφτιστήρια μας· μπορεί οι θιγέντες να απευθυνθούν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Δεν μπορούμε να απαιτούμε, εν τέλει να τυγχάνουμε διαρκώς ειδικής μεταχείρισης, να μας αναγνωρίζουν την «εξαιρετικότητά» μας ως «μοναδικού» λαού και να μας παραχωρούν προνόμια χωρίς αυτά να συνοδεύονται από αντίστοιχες υποχρεώσεις.
Οι δεσμεύσεις οι οποίες ενδεικτικά –και δηκτικά- αναφέρονται αποτελούν συνήθως την πηγή του αναθέματος για τους επικριτές της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ. Και είναι οι πολίτες, δυστυχώς που προβαίνουν ανερυθρίαστα σε τέτοιου είδους κριτικές. Οι πολιτικοί, ευτυχώς, έχουν συνειδητοποιήσει ότι το να επιχειρηθεί- ακόμα και να εννοηθεί - πρόταση μοναχικής πορείας σήμερα θα ακουγόταν τουλάχιστον πρωθύστερο. Το ότι όμως τα παραπάνω υιοθετούνται ως επιχειρήματα από μια υπαρκτή μερίδα του λαού, της οποίας το μέγεθος ποικίλλει αναλόγως του θέματος, είναι κάτι άξιο προβληματισμού και απορίας.
Προβληματισμού γιατί αυτά που εκλαμβάνουν ως θυσίες προφανές είναι πως λειτουργούν ως ζώνη ασφαλείας- υποχρεωτική, ασφυκτική αλλά σωσίβια. Απορίας δε, καθώς , κι αν ακόμα υποτεθεί ότι πρόκειται όντως περί θυσιών, είναι πολύ απλό να δούμε την Ελλάδα να αλλάζει καθημερινά όψη γύρω μας, να θαυμάσουμε τα ορατά και όχι πλέον κρυμμένα στο νέφος μνημεία, να θυμηθούμε τις Ολυμπιακές ημέρες στην Αθήνα (κι αυτά όντας πρωταθλητές σε παραβάσεις), και μετά να θυμηθούμε, τους λόγους που είχαν καταστήσει την ενσωμάτωσή της στο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα ουσιαστικά μονόδρομο, τη θέση της στη διεθνή σκηνή, την εσωτερική κατάσταση της χώρας, και την πρόσφατη ως το 1981 ιστορία της και τους κινδύνους που ακόμα διέτρεχε.
Και να αναρωτηθούμε, συγκρίνοντας: τίθεται καν θέμα πλάστιγγας;
ΥΓ: οδηγίες προς ναυτιλομένους του ΠΕΔΔ:
πρόκειται για εργασία που έχει παραδοθεί και βαθμολογηθεί
(ΟΧΙ ΜΕ ΚΑΛΟ ΒΑΘΜΟ) αυτούσια, στο μάθημα του Π.Ιωακειμίδη,
Ευρωπαϊκοί Θεσμοί, Γ εξαμήνου. Είναι (παντελώς ?) άσχετη,
με το "Θετικα και αρνητικά της ενταξης της Ελλάδας στην ΕΕ"
που έπρεπε να αναλύσουμε, βέβαια, εξ ου και το 5.
Καντε ο,τι καταλαβαίνετε, κι εγω θα κάνω το ίδιο...
πρόκειται για εργασία που έχει παραδοθεί και βαθμολογηθεί
(ΟΧΙ ΜΕ ΚΑΛΟ ΒΑΘΜΟ) αυτούσια, στο μάθημα του Π.Ιωακειμίδη,
Ευρωπαϊκοί Θεσμοί, Γ εξαμήνου. Είναι (παντελώς ?) άσχετη,
με το "Θετικα και αρνητικά της ενταξης της Ελλάδας στην ΕΕ"
που έπρεπε να αναλύσουμε, βέβαια, εξ ου και το 5.
Καντε ο,τι καταλαβαίνετε, κι εγω θα κάνω το ίδιο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.