4 Νοε 2010

Αιρετικές υποψηφιότητες, ή: "πώς τολμάς αναιδέστατε;"

«Φταίει ο δικομματισμός». «Φταίει η αριστερά». «Φταίει η δεξιά». «Φταίει ο κομματικός σωλήνας». «Φταίει η οικογενειοκρατία». «Φταίει το σύστημα».

«Ρίξτε το κατεστημένο».

Ο,τι λέμε πάντα - αυτά μας υποβάλλουν να λέμε: πλήρεις προτάσεις με τρείς λεξούλες, το νόημα όλης της πολιτικής και όλη η ευθύνη της κατάντιας. Και αυτά επαναλαμβάνουμε. Εύκολα, απλά, αβασάνιστα, όλη μας η πεζοδρομιακή, συνεδριακή και (εξω)κοινοβουλευτική πορεία.

Μέχρι τώρα.

Και ερχόμαστε στο Νοέμβρη του 2010. Και βρισκόμαστε, πρωτεύουσα και συμπρωτεύουσα, προ ρητορικών άρρητων ερωτημάτων: Καλά, πού βρίσκεις τον κομματικό σωλήνα στον Μπουτάρη; Πού ανιχνεύεις την οικογενειοκρατία στον Καμίνη; Πού ταυτίζεται κάποιος από αυτούς με το κατεστημένο; Με ευρείες κεντρώες συμμαχίες που μόνο τα άκρα και τους ακραίους αφήνουν απ’ έξω, τι σχέση έχει ο δικομματισμός, η δεξιά και η αριστερά;

Καμία σχέση, κανένα ίχνος, καμία αιτιολόγηση από τις συνήθεις. Κανένα εύπεπτο επιχείρημα να αναμασήσουμε.

Σ αυτές τις εξ-αιρετικές λοιπόν υποψηφιότητες, αν θελήσεις να κάνεις αντιπολίτευση η προεκλογικά να ασκήσεις κριτική, θα πρέπει να εφεύρεις ή να εντοπίσεις άλλες αιτιάσεις. Να καταδείξεις κάτι μεμπτό, όχι να ανασύρεις γιγάντια πανό από το βαλιτσάκι του Σπορτ Μπίλλυ για να σώσεις την παράταξη και την τιμή των όπλων. Θέλει να ασκήσεις κριτική εποικοδομητική – μόνο τέτοιες επιδέχονται τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Δεν προσφέρονται για δριμείες πολεμικές και ιαχές τριών λέξεων. Θέλει πραγματικά να συγκρίνεις προτάσεις, να αποδείξεις ότι η δική σου είναι καλύτερη. Θέλει να επιτελέσεις ως αντίπαλος προεκλογικά κι ως αντιπολίτευση μεθαύριο αυτό που πραγματικά είναι ο ρόλος σου: τον δημοκρατικό έλεγχο προθέσεων, πεπραγμένων και παραλείψεων.
Να εξηγήσεις ένα «διότι ΕΚΕΙΝΟ» - δεν θα είναι πειστικό το «επειδή όλοι το λένε» και το «είναι τοις πάσι γνωστό».
Κι αυτό, ο δημοκρατικός έλεγχος με όλη του τη σημασία και η αντιπαράθεση σε ορθολογική βάση, είναι κάτι που ούτε το έχουμε μάθει, ούτε και καμία διάθεση έχουμε να το ανακαλύψουμε. Ούτε ως πολίτες, ούτε ως δημότες – ούτε ως πολιτικοί και πολιτευόμενοι.

Λίγο πιο βαθιά, λίγο πιο σταράτα, υποψηφιότητες σαν κι αυτές μας προσκαλούν και μας προκαλούν να κάνουμε πράξη όλα εκείνα τα (εφτά τον αριθμό) συνθήματα, που τόσα χρόνια ξελαρυγγιζόμαστε να φωνάζουμε και πιάνεται το χέρι μας να γράφουμε. Να στηρίξουμε εκείνους που αποδεικνύουν πως δεν είναι όλοι και όλα οικογενειοκρατία, κομματικοί σωλήνες, δικομματισμός, πως δεν είναι όλα επικυρωτικά και διαιωνιστικά του κατεστημένου.
Να αποδείξουμε πως δεν τα φωνάζαμε επειδή ήταν εύκολο κι ερχόταν από τα κανάλια και τις ντουντούκες, αλλά επειδή ήταν αναγκαίο κι ερχόταν από την καρδιά και το μυαλό μας ως πολιτών.


…Να αποδείξουμε; ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΩ; Δηλαδή με αμφισβητείς; Αμφισβητείς τη γνησιότητα και τη σημαντικότητα ΟΛΩΝ αυτών των συνθημάτων που επικαλούμαι στεντόρεια εδώ και χρόνια στους δρόμους, στις τομεακές του ΠΑΣΟΚ, στους πυρήνες του ΚΚΕ, στις συνελεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, στα Συνέδρια της ΝΔ; Δηλαδή έχεις το θράσος να υπαινίσσεσαι πως τα έλεγα αέρα-πατέρα και πως το μόνο που θέλω είναι έναυσμα να φωνάζω άκοπα και ένσκοπα;

Πώς τολμάς Γιώργο; Πώς τολμάς μπάρμπα-Γιάννη; Πώς τολμάτε ρε αναιδέστατοι;

Τώρα θα δείτε.


8 Μαΐ 2010

Δικαιολογιες.

...




Ακούω παιδικά τραγούδια... Τρυφερά, αστεία, αγαπημένα τραγούδια. Σαν κι αυτό.

Και σκέφτομαι ξανά και ξανά, προσπαθώντας να βρώ μιαν άκρη σ όλον αυτόν τον παραλογισμό.....

...δεν έχουν άραγε ευθύνη εκείνοι που εξαφάνισαν την παιδική γλυκύτητα που ζήσαμε εμείς, για να πουλήσουν ένα σωρό καφρίλες όπου κερδίζεις 100 πόντους το κάθε πτώμα που ξαπλώνεις, το κάθε κεφάλι που παίρνεις?

Δεν έχουν ευθύνη οι γονείς που βλέπουν τί γίνεται, και όμως εξακολουθούν σαν τους αναίσθητους να παρκάρουν τα παιδιά τους μπροστά στο - αλίμονο, όχι πλέον χαζοκούτι αλλά τρομοκούτι? Που δικαιολογούν τα πάντα, επειδή βαριούνται να τα διορθώσουν? Που υποχωρούν στα πάντα επειδή το "όχι" είναι δυσκολότερο, πιο μπελαλίδικο και χρονοβόρο από το "ναι"?...

Ε ναι, δεν φταίνε? Θα φταίνε. Κάτι πρέπει να φταίει.

Κι εκείνη την ώρα ακούω γέλια απο την οθόνη και ζητωκραυγές, κι είναι το "Ελλάδα έχεις ταλέντο" που φτάνει στο τέλος του....

Νικητές σήμερα ένα σωρό παιδιά, 15 με 18 χρόνων... Μαγκάκια, μοντέρνα, μαυροντυμένα. Γελάνε, "ουάου", "ευχα'στούμεεεε!!!" στο κοινό που τους ψήφισε. Κανουν υποκλίσεις, σπάνε πλάκα, τρισευτυχισμένοι.

Αυτοί έχουν άλλο ζόρι: να δημιουργήσουν, να διαγωνιστούν, να διακριθούν.
Να γράψουν λόγια για τη μουσική τους, και μελωδία για τους στίχους τους.
Να κάνουν το χόμπυ τους ευκαιρία και τα όνειρά τους πραγματικότητα.
Ενα τσούρμο νέα παιδιά κι αυτά.
Παιδιά που επίσης μεγάλωσαν χωρίς Στρουμφάκια, Νιλς, Κάντυ, Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο άνθρωπος... Που τα πάρκαραν μπροστά στην τηλεόραση και στο Play Station κι εκείνα, να πυροβολούν και να πυροβολούνται όλο το απόγευμα ως τα μεσάνυχτα. Που τους δικαιολόγησαν τόσο οι γονείς τους, οι παππούδες τους, οι θείοι τους, οι δάσκαλοί τους... Που τους είπαν ένα σωρό "ναι", τόσα πιο πολλά απ' όσα θα 'πρεπε...

Όμως βλέπεις, δεν βλέπεις? Δεν τους βλέπεις? Δεν γίνεται πιο ξεκάθαρο...
Πού είναι ο παραλογισμός στην καλοσύνη και στην κακία? Είναι πέρα ως πέρα λογικά. Υπάρχουν. Να τα. Αυτή εκεί είναι η κακία σ όλο της τον τρόμο, σ όλη της την βαρβαρότητα. Και τίποτε άλλο.

Και παίρνω την απόφασή μου. Καταλήγω.

Ε λοιπόν ΟΧΙ, ΔΕΝ θα τα δικαιολογήσω κι εγώ αυτά τα βάρη της γής, αυτά τα ομοιώματα ανθρώπων. Δεν έχει ουτε "μα", ούτε δεύτερες σκέψεις, ούτε τρίτες αναθεωρήσεις, ούτε "καημένα νιάτα".
Σε τίποτε, για τίποτε και με κανέναν τρόπο. Κανείς άλλος δεν "φταίει". Δική τους είναι η ευθύνη, μόνο δική τους.

Έκαναν κι εκείνοι την επιλογή τους. Εκείνοι διάλεξαν ποιο θα ακολουθήσουν, από όλα τα μονοπάτια που βρέθηκαν στο πέρασμά τους - κι ήταν πολλά, πάρα πολλά.
Κι αντί να προσπαθήσουν να "σώσουν οτιδήποτε κι αν σώζεται", αποφάσισαν να εκτελέσουν όποιον ήταν ευκολότερο να εκτελεστεί, να κάψουν ο τι ήταν ευκολότερο να καεί, να φτύσουν ο τι δεν μπορούσε να τρέξει, να χτυπήσουν τον αδύναμο, να σημαδέψουν τον άοπλο και να πατήσουν τη σκανδάλη έτσι. Απλά.
Επέλεξαν να άρουν αντί να θέσουν, να καταστρέψουν αντί να δημιουργήσουν, να ουρλιάξουν αντί να τραγουδήσουν, να μουτζουρώσουν αντί να ζωγραφίσουν, να κλέψουν αντί να χαρίσουν, να κάψουν αντί να φυτέψουν, να μαυρίσουν τον κόσμο αντί να τον γεμίσουν ελπίδα, να κάνουν πόλεμο αντί έρωτα.
Το επέλεξαν ενω μπορούσαν να διαλέξουν κάτι άλλο.
Εν ψυχρώ.

Επιλογή τους λοιπόν, τόσο των μεν, όσο και των δε.
Επιλογή μου.
Και υποχρέωσή όλων μας.
Αρκετά μας επιβάρυναν, και αρκετά ελαφρυντικά τους έχουμε δώσει. Σώνει.

Τωρα να μας γυρίσουν επιτέλους πίσω τα στραβά μας και τα ίσια μας, τα αμφιθέατρα και τους ενθουσιώδεις αγώνες μας, τη μαχητικότητά μας και τις ειρηνικές πορείες μας, το γέλιο μας και την γκρίνια μας. Να μας επιστρέψουν τουλάχιστον ο τι επιστρέφεται - γιατί, βλέπεις, μερικά γέλια που έσβησε το μίσος τους, δεν θα ξανάρθουν πίσω ποτέ.

Και να τους δώσουμε κι εμείς το μερτικό τους. Τη μιζέρια, τη σκοτεινιά και την μαυρίλα που τόσο ποθούν, τόσο κυνηγούν, τόσο αξίζουν...

7 Απρ 2010

...θέλω.


Θέλω... γιά να σκεφτώ τι θέλω...

...θέλω τις δαπάνες των Σκανδιναβών σοσιαλδημοκρατών, αλλα χωρίς τους φόρους τους. (...φόρους βάζουν μόνο οι ...νεοφιλελεύθεροι !!)
...θέλω να κάνω ό τι μου σφυρίξουν στην τηλεόραση, όπως οι Ιταλοί, αλλά να μην κινδυνεύω να μου καπελωθεί οσονούπω ένας Μπερλουσκόνι. (...επειδή είναι δεξιός, βέβαια, όχι για κανένα άλλο λόγο...)
...θέλω να προκαλώ προβλήματα όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, χωρίς να σκεφτώ καν ποιά αγαπημένη μου υπερδύναμη του κάνει πλάτες και τα προκαλεί. (...τι παραπάνω έχουν οι Βρετανοί δηλαδή? Αν δεν ήμασταν εμείς θα κρέμονταν ακόμα από τα δέντρα..)
...θέλω οι διεθνείς αγορές να με αντιμετωπίζουν όπως αντιμετωπίζουν τη Γερμανία, αλλά εγώ να τις αντιμετωπίζω όπως τους Γερμανούς τουρίστες με το πέδιλο και την αθλητική κάλτσα, που χρησιμοποιούν ακόμα τον τηλεφωνικό θάλαμο. (...οι ξενέρωτοι, απολίτιστοι, μου θέλουν και διακοπές...)

...θέλω τον τουρισμό της Τουρκίας, αλλά να έχω τιμές Ελβετικών σαλέ. (...να δανειστούν για να έρθουν οι κουτόφραγκοι, εμείς δηλαδή πώς παίρνουμε διακοποδάνεια και πάμε Λόντρα Παρίσι Βιέννη τριήμερα για ψώνια?)

...θέλω να δανείζομαι οποτεδήποτε, οσοδήποτε, για ο τι δήποτε, χωρίς όρους, τόκους, υπογραφές, εγγυήσεις και λοιπά τεχνοκρατικά αντιλαϊκά καπιταλιστικά τεχνάσματα των ιμπεριαλιστών.

...θέλω να απλώνω το καλάθι μου εκεί που ΔΕΝ φτάνω, και να μου το πιάνουν οι ψηλοί οποτεδήποτε μου τη βιδάρει.
...θέλω τον σκύλο σκασμένο στη μάσα και την πίτα ανέγγιχτη, θέλω την ομελέτα αφράτη και τα αβγά στο τσόφλι τους, θέλω δέκα και στο χέρι, θέλω σαράντα χρόνια κοκκορας ελεύθερη ζωή, θέλω να μη γαϊδουροδένω και να γαιδουρογυρεύεις ΕΣΥ.

"Θηλιά και φούρκα", που μου 'λεγε κι η μάνα μου.


...η εικόνα είναι από εδώ,
και σημαίνει: "προσκύνα, μωρή, είμαι πριγκήπισσα"

4 Απρ 2010

Άγιον Πάσχα.



...αληθώς λοιπόν αναστήθηκε, καρατσεκαρισμένο.
Άντε, καλή επιφοίτηση τώρα
- ελπίζω μόνο να μην έρθει κι αυτή με 'ώρα ΠΑΣΟΚ' γιατί την κάτσαμε τη βάρκα...

30 Μαρ 2010

Βιογραφίες.




Ζούσε κάποτε στον κόσμο τον αγιάτρευτο
Ένα αγόρι ξεχασμένο κι απροστάτευτο.
Είχε ένα μικρό ταμπούρλο και το βάραγε.
Τι ψυχή βασανισμένη να 'ταν άραγε....

Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Η γειτονιά του δεν το κράταγε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Τους δρόμους πήρε και περπάταγε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Καπνός τριγύρω δε φαινότανε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Μα κάπου πόλεμος γινότανε.

Τι τα θέλει τα βιβλία και τα γράμματα
Σ' όλους έρχονται μια μέρα τα γεράματα.
Τι τα θέλει τα παλάτια, τα μαλάματα.
Η ζωή κυλάει με δάκρυα και με κλάματα.

Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Κανένας τόπος δεν τον χώραγε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Στις ερημιές μακριά προχώραγε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Ούτ' ένα φύλλο δεν κουνιότανε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Μα κάπου πόλεμος γινότανε.

Νύχτα μέρα περπατούσε ασταμάτητα
Σε λαγκάδια φουντωμένα, δάση απάτητα.
Μα στου ποταμού την άκρη που αργοκύλαγε,
Το τσακάλι του πολέμου παραφύλαγε.

Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Με τ' άγριο νύχι του σημάδεψε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Και μια ζωούλα ακόμα κλάδεψε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Τ' αγόρι λες ονειρευότανε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Μα γύρω πόλεμος γινότανε.

Κι όταν στις κορφές απάνω μέρα χάραξε
Στη μικρή καρδιά του μέσα κάτι σπάραξε.
Έτσι πέρασε στη χώρα του αμίλητου
Και τ' αγρίμια του άλλου κόσμου γίναν φίλοι του.

Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Της γης ο κόρφος δεν τον χώρεσε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Στον ουρανό βαθιά προχώρησε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Ταμπούρλο πια δεν ακουγότανε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Μα πάντα πόλεμος γινότανε.

Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Ταμπούρλο πια δεν ακουγότανε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Μα πάντα πόλεμος γινότανε...

Πάγος και φωτιά.

.




...μετά από τόσα χρόνια, με πηρούνιασε ώς το μεδούλι το νόημα που κρύβουν οι στίχοι του του Robert Frost.


Some say the world will end in fire;
Some say in ice.

From what I've tasted of desire
I hold with those who favor fire.
But if it had to perish twice,

I think I know enough of hate

To say that for destruction ice

Is also great

And would suffice.



Robert Frost, 1920



...μερικές πτυχές του ποιήματος φωτίζονται εδώ.
Ακόμα περισσότερες - κι εκείνες που συνταράσσουν εμένα - σκιαγραφώνται εδώ.

.

24 Φεβ 2010

Κορόιδα.

...είναι λέει σ ένα μπάρ κάπου στην Κρήτη ο Γιάννης ο μπάρμαν, ομορφόπαιδο, ηλιοκαμένος - σκέτος κούρος, κι ένας Γερμανός τουρίστας αλλήθωρος, τραυλός, αγαθιάρης, γενικώς κακομοίρης καλά καλά. Και είναι και ΠΙΤΑ γιατί δεν αντέχει την καραμπόμπα τεκίλα που τον κερνάνε όλο το βράδυ, κάθε βράδυ, μαζί με τις μπύρες που παραγγέλνει.
Αλλά έχει έρθει για διακοπές, και όλες του οι οικονομίες είναι μαζί του - πληρώνουν καλά στο εργοστάσιο της BMW οι Γερμανοί, άμα δουλεύεις βέβαια, κι αυτός δουλεύει που ξεσκίζεται, οπότε έχει να ξοδέψει, αν χρειαστεί...

Την ξέρει τη φάρα και το πιώμα του τουρίστα ο Έλληνας ο διαόλιος ο μπάρμαν και κάνει από μέσα του:
"Χααα... κουτόφραγκος ο κοκοβιός, και γκόλ, μπροστά του δεν βλέπει, κάτσε, εδώ έχει ψωμί η δουλειά.".

Του πιάνει την κουβέντα λοιπόν, σούξου μούξου μανταλάκια, τον κάνει χειρότερο κουδούνι τεκίλες και ξανατεκίλες, και στο φινάλε του κάνει την κρούση:
-"Χανς, λοιπόν φίλε μου καλέ, λέω να παίξουμε ένα παιχνίδι. Θα σου κάνω ερωτήσεις. Εάν δεν ξέρεις να απαντήσεις, θα μου δίνεις εκατό ευρώ. Μετά θα μου κάνεις εσύ ερωτήσεις. Εάν δεν ξέρω εγώ να τις απαντήσω, θα σου δίνω βέβαια πιο πολλά, δηλαδή πεντακόσια ευρώ, γιατί είσαι στον τόπο μου, κι εμείς είμαστε φιλόξενος λαός. Εντάξει???"

-"Χα χα, ωραίο παιχνίβι, μου αρεθει, ..χικ..", λέει ο Γερμανός. "Να το παίκθουμε τώρα, ...χικ..."

-"Λοιπόν, πρώτη ερώτηση: Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια, Χανς?» λέει ο γάταρος ο μπάρμαν.

Ξύνει το κεφάλι του ο Χανς, πρασινίζει, κοκκινίζει, περνά λίγη ώρα λέει στο τέλος:
-«Γάτα μήπωθ?? Αχ… δεν είμαι θιγουροθ …χικ… κερδίδειθ Γιαννάκη, ορίθτε, πάρε το κατοθτάρικο ..χικ»…

Γελάει κάτω από τη μουστάκα του ο τσολιάς, συνεχίζει ακάθεκτος:
-«Δεύτερη ερώτηση, Χανς. Τι είναι αυτό που κάνει γαβ γαβ ?»

Ξανά-μανα ξύνει την ξανθή του κεφάλα ο Γερμανός, δώστου δώστου, δεν τον βοηθάει η τεκίλα με την μπύρα στον οργανισμό του, όμως…:
-«Θκύλοθ μήπωθ??», λέει σε κάποια στιγμή «Ή …όχι, όχι, αχ, δεν κθέρω… … χικ....χικ.. Ορίθτε, πάρε το κατοθτάρικο».

-«Τρίτη ερώτηση» λέει ο Έλληνας, ενώ σκέφτεται «ω ρε γμτ, έπρεπε να το τραβήξω με την κάμερα αυτό, να το ανεβάσω στο YouTube να γελάσει και κανείς άλλος με τους ηλίθιους τούτους, φτου…»

Συνεχίζει όμως, έστω και χωρίς κάμερα…
-«Λοιπόν, εύκολη αυτή, Χανς: Τι γλώσσα μιλάνε στην Ελλάδα?»

-«Ω ρε παιβί μου, χικ, το ηκθερα αυτό, κατθε να βειθ …χικ… ω, ρε γαμωτο, το κθεχναω, ενώ το ηκθερα.» …μπλοκαρισμένος εντελώς ο Χανς, σκέφτεται, σκέφτεται…. «Ε, δεν κθερω, κθεχαθα, νομίδω Ελληνικά αλλά δεν κθέρω... χικ...», του λέει, «Ορίθτε, πάρε το κατοθτάρικο.»

…. Στην τσέπη του Γιαννάκη και αυτό το κατοστάρικο.

Τελικά, με τα πολλά, ο Γερμανός έχοντας χάσει τέσσερα κατοστάρικα κι έχοντας πιεί άλλο τόσο από το άπειρο ντίζελ που είχε πιεί πριν το παιχνίδι, σηκώνεται παραπατώντας, και λέει :
-«Γιάννη μου πάω για ύπνο γιατί έχω δαλιθτεί λιγάκι, ..χικ… αύριο να παίκθουμε το υπόλοιπο παιχνίβι, εντάκθει? Χικ…»

-«Εντάξει», λέει ο Έλληνας, «τα λέμε το βράδυ, τη γνωστή ώρα».

Παίρνει λοιπόν τα 400 "κερδισμένα" ευρώ ο Γιαννάκης ο καραμπουζουκλής, παίρνει και τα λεφτά από τις μπύρες που του πλήρωσε ο Γερμανός, τσεπώνει και επιπλέον τετρακόσια (δανεικά) από το ταμείο του μπαρ, διότι «αύριο θα μου σκάσει κι άλλα ο ηλίθιος ο Χανς και θα τα βάλω πίσω», βγάζει την X5 από το γκαράζ βάζει μέσα και το πρόσωπο, την «έτσι» για τσάρκα στην παραλία, στα μπουζούκια για γαρύφαλλα και δωδεκάδες πιάτα... «Καλά τη βόλεψα πάλι, ευτυχώς που μ έκανε η μάνα μου έξυπνο, α ρε ΈΛΛΗΝΑ ΜΑΓΚΑ ΑΘΑΝΑΤΕ ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΣΑΙ!!!!», χασκογελάει σ όλο το δρόμο, το λέει και στην κοπελιά - «Αχ καλέ τι έξυπνος που είσαι μωράκι μου» του λέει αυτή, άλλος τόσος σαν το παγώνι ο Γιαννάκης…

Ωστόσο ο Γερμανός πάει στο ΚΤΕΛ, παίρνει το λεωφορείο καθότι ξημερώματα πια, γυρνάει μετά από καμιά ώρα στο ξενοδοχείο ζωγραφίζοντας, τρώει κάτι ανακυκλωμένα πλαστικά που σερβίρουν εκεί για πρωινό, αφού έχει έρθει διακοπές με γκρουπ - ο γύφτος, σαν δεν ντρέπεται- και όλα είναι στην τιμή. Βέβαια μόνο που δεν τα βγάζει επι τόπου από την αηδία - και το ποτό συν τοις άλλοις, αλλά τι να κάνουμε… «Άλλη φορά τέρμα οι τεκίλεθ, σκέφτεται, αυτό θα αλλάκθω αφού με πιάνει το θτομάχι μου. Μια μπυρίτθα θα πίνω και τέρμα»

Κοιμάται μετά, ξυπνάει μεσημεράκι, πίνει το απαράδεκτο νεροζούμι του ξενοδοχείου αντί καφέ, πίνει και τρία depon, και ξαναξεκινά για το μπαρ του Γιάννη αργά το απόγευμα, για να συνεχίσουν το παιχνίδι. Στο δρόμο μέσα στο λεωφορείο, όμως, σκέφτεται ο τι έγινε την προηγουμένη, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά… «Χμμμ… μάλιθτα, κατάλαβα», λέει στον εαυτό του, «χάνω εγώ του δίνω κατοθτάρικο, χάνει αυτόθ μου δίνει πεντακοθάρικο είπαμε ε??».

Φτάνει στο μαγαζί, κάθεται στο μπαρ:
-«Γεια θου φίλε μου Γιαννάκη» λέει γελαστά...

-«Γεια σου κολλητέ μου Χανς, ομορφόπαιδο», λέει ο άλλος, κι από μέσα του «κοροιδάκλαααααα στραβοχυμένεεεε, πέντε βούγια δυό μουσκάρια, πώς είσαι έτσι ρεεεεεε….».

-«Γιαννάκη, πιάθε μια μπύρα!!!! Α, και να τελειώθουμε το παιχνίβι, για να φύγω κι εγώ , με περιμένουν θτο κθενοδοχείο νωρίθ γιατι αύριο φεύγει το γκρουπ μου πίθω για τo Dingolfing , εντάκθει??» λέει σοβαρός ο Χανς…

-«Και βέβαια, Χανς μου, κρίμα που θα σε χάσουμε τέτοιο πελάτη… Άντε, ξεκίνα εσύ, σειρά σου», κάνει ο μπαρμαν.

- «Λοιπόν Γιάννη, θέλω να μου πειθ τι είναι αυτό που άμα το κρατάθ είναι μπλε, άμα το πετάκθειθ θτη θάλαθα γίνεται κόκκινο, κι άμα το πετάκθειθ θτον αέρα γίνεται πράθινο», του κάνει ο Χανς.

Σκέφτεται ο - ξενυχτισμένος και χθεσινοβραδυνός - Έλληνας, σκέφτεται, μπαίνει στο Ιντερνετ από το κινητό, κοιτάζει, ξανακοιτάζει… Περνάει μισή ώρα, δεν έχει βρει απάντηση.
Τελικά, κι ενώ έχει γίνει ρόμπα στην κοπελιά του που είναι μπροστά, αναγκάζεται να παραδεχτεί:
- «Δεν ξέρω ρε Χανς, δεν ξέρω ρε μεγάλε, μ έπιασες, ορίστε, πάρε το πεντακοθάρικο»...

Τα παίρνει τα λεφτά ο Γερμανός, χαμογελαστά, και σηκώνεται...
-"Ε, αθ μην θυνεχίθουμε γιατί βιάδομαι πολύ και εθύ καθυθτερείθ Γιαννάκη" λέει, αφήνει και εφτά ευρώ για την μπύρα του και πάει να φύγει...

Ο Γιαννάκης δεν μπορεί να χωνέψει ότι έχασε… Κάθεται και σκέφτεται ολοδιαόλιστος, και βρίζει τη δασκάλα του στο Δημοτικό που δεν του τα έμαθε καλά και τον κατέστρεψε. Τον τρώει και η περιέργεια όμως... Ενώ λοιπόν ο Γερμαναράς ο τραυλός αλλήθωρος και αγαθιάρης είναι στην πόρτα, τον ρωτάει ο δικός μας :
-«Εντάξει βρε Χανς, οκ, δεν το ήξερα αυτό με τα χρώματα, και πήρες το πεντακοσάρικο. Πες μου όμως, τι διάολο ήταν?»

Κι ο Χανς, βγάζοντας 100 ευρώ:
-«Δεν κθέρω Γιάννη μου, ορίθτε, πάρε το κατοθτάρικο».

_____________________________________
_____________________________________


.....Εδώ τελειώνει το ανέκδοτο κι αρχίζει ο διακαής πόθος....
Δηλαδή η φαντασίωση του Έλληνα να κάνει με τα κρεμμυδάκια το Χανς, επειδή τόλμησε να πάρει την κοροϊδία χαμπάρι αφ ενός και τα λεφτά του πίσω αφ ετέρου.

20 Φεβ 2010

All-time classic

Ελληνάρας με τζιπ, φανάρια Ζαχάρωφ και Βασ. Σοφίας, οχτώμισι το πρωί. Τον βλέπω από το λεωφορείο. Κατεβάζει το παράθυρο για λίγο, ίσα ίσα να κάνει νόημα προς το πεζοδρόμιο, στο παιδί που ψάχνει να καθαρίσει κανένα τζάμι. Ένα όμορφο μελαμψό σγουρομάλλικο παιδί, κάπου 20 χρονών.

Υπακούει πετώντας ο τσαχπίνης, με μια χαρά, ένα ζήλο, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης. Αργεί αυτό το πρασινο φανάρι, τι ωραία... Χαμογελάει ενώ έχει ξαπλωθεί όλος πάνω στο παρμπρίζ. Απο την καλή, απο την ανάποδη, στέγνωμα. Κούκλα το κάνει.
Σκέφτομαι ότι ξυπνάει το πρωί -πού να μένει άραγε- βλέπει τον καιρό, παίρνει τη σκούπα και τον κουβά του, τα εργαλεία του, την επιχείρησή του όλη, και βγαίνει για δουλειά. Για δουλειά. Η δουλειά του. Οταν τον ρωτάνε "τι δουλειά κάνεις", απαντάει "καθαρίζω παρμπριζ στα φανάρια τέρμα Αλεξάνδρας. Όταν δεν βρεχει."

Ο άλλος, μέσα στο Τζίμνι, νωχελικός, κάτι ψάχνει. Νομίζω ότι κοιτάζει για κέρματα, αλλά ψάχνει τα τσιγάρα του. Τα βρίσκει. Ανάβει ένα. Ο μικρός τελειώνει και το σκούπισμα, πάει δίπλα του, πίσω από το τζάμι, περιμένοντας το ευρώ του, τα πενήντα λεπτά του, το κάτι του... Με το τσιγάρο στο χέρι, ο Ελληνάρας κάνει πως κοιτάζει για ψιλά στο λεβιέ. Τωρα το θυμήθηκε. Και οι λεβιέδες δεν βγάζουν ψιλά.
Ούτε καν κατεβάζει το τζάμι: "Τι να κάνω, δεν βρίσκω", κάνει στη νοηματική που μόνο τα γουρούνια μιλάνε, αλλά που όλοι καταλαβαίνουν. Το παιδί απλώς απομακρύνεται, πάει το χαμόγελο.
Γινεται γρήγορα κόκκινο αυτό το φανάρι, τι ωραία.

Ψάχνω να πετάξω λίγα κέρματα στο πεζοδρόμιο, δεν εχω. Την επομενη φορά όμως. Κρεμιέμαι από το παράθυρο και φωνάζω ο τι βρισιά μου 'ρχεται - μα, και το τζάμι του να ήταν ανοιχτό, τα παχύδερμα έχουν βαρηκοΐα, αυτό είναι γνωστό. Δεν θα άκουγε τίποτε... Άλλη φορά θα κυκλοφορώ με πέτρες κι εγώ μου φαίνεται, για πραγματικά γουρούνια, ανεξαρτήτως επαγγέλματος. Συνθήματα δεν θα φωνάξω. Eίπαμε, δεν ακούνε ούτως ή άλλως τέτοιου είδους θηλαστικά.

Φτάνουμε στο Παίδων, ακόμα δίπλα μας ο μις Πίγκυ. Έχει στη θέση του συνοδηγού το δικό του παιδί, ενα αδυνατούλικο κάπου 8 χρονών, το οποίο εξασκείται στις εισπνοές Μάρλμπορο σκληρού.
Χωρίς ζώνη ασφαλείας - εκτεθειμένο. Έκθετο.

Η μαγκιά του ξεχειλίζει από τα μπατζάκια του πολλά βαρύ πατέρα. Μαγκιά στο μελαχρινούλη των φαναριών - μαγκιά με τον ιδρώτα του μελαχρινούλη. Και μαγκιά στον ΚΟΚ, σε κώδικες και νόμους - μαγκιά με κίνδυνο τη ζωή του παιδιού του.

Οι Έλληνες όμως λατρεύουν τα παιδιά τους, με τη σκέψη τους αναπνέουν, θυσία γίνονται γι αυτά. Δεν υπάρχουν πιο καλοί γονείς, αυτό είναι γνωστό στα πέρατα του κόσμου.
Κι είναι και φιλόξενοι, φιλότιμοι, γενναιόδωροι, οι Έλληνες. Πονετικοί. Ξέρουν από ξενιτιά.
Αποκλείεται να έχουν συμβεί αυτά λοιπόν.
Μάλλον εγώ δεν είχα ξυπνήσει ακόμη, κι όλα τα είδα στον ύπνο μου. Οχι, αποκλείεται να συνέβησαν.
Αποκλείεται να συμβαίνουν κάθε μέρα, τόσες φορές, στο ίδιο φανάρι, σε κάθε φανάρι.