18 Απρ 2009

"Οι νέοι σήμερα"

(Έκθεση μαθητού του Γενικού Λυκείου Κισσάμου Χανίων)


Οι νέοι είναι το μέλλον του κράτους, γιατί από
ετούτουσας περιμένουνε οι μεγαλύτεροι κάτι τις. Να
δούνε μια καλυτεράδα. Να ρθούνε να τσι αντικαταστήσουνε.

Μα μπά!!!. Οι σημερινοί νέοι δεν είναι σα κι αυτούς.
Αλλάξανε ντίπι. Εδά τσι θωρείς με κάτι πλουμιστά
παντελονάκια κι ένα μπαρμπέρισμα απού το κάνουνε επαέ
μόνο στι προβατίνες. Και φορούνε και κάτι σακάκια δίχως
μανίκες, για πλάκα λέει, και δε πάνε να βάλουνε κανένα
ρούχο να μη κρυώνουνε μονο φορούνε ετούτισάς τσι σιλογάρες.
Κι ούλα ετούτανά για να εντυπωσιάσουνε τσι κοπελιές.
Κι αυτές πάλι μόλις δούνε κανένα τέθοιο, απούνε ο κόσμος
γεμάτος σήμερα, γλακούνε σα τσι κουζουλοπροβατίνες
στο κριγιό, και κιαείς δε τσι κουλαντρίζει μέχρι το στεφάνι.
Από κειά και πέρα που θωρούνε το ζόρε, γλακούνε στη
μάναντως και στου πατέραντως και πλερώνουνε οι
γέροι τη νύφη.

Να πείς εδά πως έχουνε και κανένα τρόπο διασκέδασης
βολικό, δεν έχουνε, γιατί όλα είναι κουζουλάγρες.
Αλλά είναι καλά για κειουνουσάς από τα βουτούνε.
Γιατί δουλεύγουνε τα βούγια όλη μέρα στο μεροκάματο
και το βράδυ πάνε και πίνουνε ένα νερομπογιά και
τ ακουμπούνε..

Και νάτανε μόνο ετούτονα δεν επείραζε.
Πάνε και αγοράζουνε μηχανάκια και παίζουνε κάθε μέρα
κριγιαρίδια και ασβολόνουνται και σκοτόνουνται. Και ούλα
ετούτανα είναι λέει τρόπος διασκέδασης για να κλουθούνε οι
κουζουλοπροβατίνες χωρίς πολλές κουβέντες μέχρι το
στεφάνι.

Και να κάμει κιαείς πως δε ντως αγοράζει εκειανά που
θέλει, λέει πως θα αυτοκτονήσει.
Καινούργια μόδα για να βουτούνε τα λεφτά του γέρου.
Λέει πως θα φύγει από το σπίτι. Και πάει καλός και
φρόνιμος ο πατέρας και του κάνει το χατίρι,
και δε βουτά κάνα στελιάρι
να του κάμει τσι κώλους μαύρους, να δεί
πως αυτοκτονούνε και φεύγουνε και από το σπίτι.
Ορίστε μας δουλειές!!!
Και να πείς πως είχαμε ετούτεσάς τσι
συνήθειες επαέ, δεν τσιχαμε. Είναι ξενόφερτες
συνήθειες.

Ένα καλοκαίρι το λοιπόν ήρθανε κάτι ξαδέρφια μου
από την Αθήνα κι επήρανε και μένα να πάμε λέει σε
μια ντίσκο. Εγώ δεν έκανα κέφι μα ηντα να κάμω.
Ξεκινούμε και όντε φτάνουμε κειά, πορίζω από το
αυτοκίνητο κι εγρίκουνα χτύπους και λέω: μα ήντα διάολος
είναι; Μπαίνουμε μέσα και ήντα να δώ. Θωρώ
αθρώπους και κουνιούντανε σαν οντε κάτσει κιαείς σε κανά
γάιδαρο και παίζει πήδους. Θωρώ φώτα που γυρίζανε
γύρου γύρου και αναβοσβήνανε και εγρίκουνα κάτι
χτύπους που εκουζουλάθηκα.
Λέω: ήντα διάολο γυρεύγω επαέ. Φράζω τα αυτιά μου,
μα πάλι εγρίκουνα.
Εκειά μέσα ήτονε σαν το ποροκούρτι..
Δεν είχανε από που να βγούνε. Δεν είχανε καθίσματα.
Ολοι εστέκανε και χορεύγανε λέει,
λές και τως είχες βαρμένο νέφτι.
Μια στιγμή λέω και εγώ να δοκιμάσω το πιοτό όπως ούλοι.
Βάνω λίγο στο στόμα μου και επεταχτήκανε τα
μάθια μου όξω. Και θέτω ένα πήδο και πεθιούμαι όξω
και πήγα στο σπίτι κι εξερνούσα δυό μέρες.

Ούλα τουτανα χαλούνε την κοινωνία και πάει κατά
διαόλου. Ούλα ξεκινούνε από τσι νέους. Ετούτοινά είναι
που θα καταλάβουνε το κράτος αύριο; Μμμμμ!!!!;.
Να το σώσουνε θέλει!!!!!;
Ούλα θα τα φάνε στι ντίσκο και στα άλλα κέντρα. Και
γω προβλέπω κι ας βγώ ψεύτης πως δε θα πομείνει
κεραμίδι πάνω στ άλλο. Ούλα θα βουλιάξουνε.






PS: Όποιος έχει άγνωστες λέξεις, το καλοκαίρι με τον κηδεμόνα του.


Ευχαριστώ Τασσο !!!!!