17 Ιουλ 2009

Ένδεείς Μαγισσών.


«Σ΄ αυτήν την κοιλάδα των δακρύων, όπως ονόμασαν οι θεολόγοι τον κόσμο, ούτε ένα βήμα δεν μπορεί να κάνει προς τα εμπρός η ανθρωπότητα, χωρίς να σκίσει τις σάρκες της επάνω στα αγκάθια του απάτητου ακόμα δρόμου. Ο Μεσαίωνας υπήρξε η εποχή της στασιμότητας και της ανανδρίας, που ο άνθρωπος την πέρασε ξεχνώντας το παρελθόν, υπομένοντας το παρόν και χωρίς να τολμά ούτε βήμα να προχωρήσει για να προϋπαντήσει ένα καλύτερο μέλλον. Μόνη της η Μάγισσα ούτε τη δόξα του παρελθόντος μπορούσε να ξεχάσει, ούτε να περιμένει ακίνητη, αλλά προχωρούσε πάντοτε, στρέφοντας κατά διαλείμματα πίσω το βλέμμα της, ώστε από τις αναμνήσεις της να αντλήσει θάρρος για τη συνέχιση της γλιστερής πορείας. Η Εκκλησία είχε γράψει επάνω στη σημαία της τη λέξη ”Ακινησία”, ενώ η Μάγισσα σήκωσε αντάρτικη σημαία, όπου διαβαζόταν η λέξη “Εμπρός”.»

«(…) Μια ημέρα, μια φτωχή χήρα είδε τα τρία της παιδιά να υποφέρουν από βήχα με σπασμούς. Τα δύο πρώτα οδηγήθηκαν στον ιερέα, ραντίστηκαν με αγιασμό … και πέθαναν στην αγκαλιά της. Απόμεινε το τρίτο, το μόνο πλάσμα πάνω στη γη που είχε πια για να αγαπά. Η δύστυχη γυναίκα, γονατισμένη εμπρός στο κρεβατάκι του αγαπημένου της, επικαλέστηκε για χάρη του όλους τους αγίους του χριστιανικού παραδείσου. Αλλά ο καταραμένος βήχας συνέχισε να αντηχεί απαίσια στα αφτιά της μητέρας. Μέσα στην απελπισία της (…) βγήκε ξυπόλητη από την καλύβα κατά τα μεσάνυχτα, και στρέφοντας ολόγυρα ανήσυχο το βλέμμα της, μάζεψε (…) άνθη και φύλλα από κάποιο κακόφημο φυτό, με άσχημη μυρωδιά, από το οποίο απομάκρυναν με φόβο οι βοσκοί τις κατσίκες τους. Επιστρέφοντας στο σπίτι, βούτηξε το ύποπτο βοτάνι σε ζεστό νερό, και ανακατεύοντάς το με μέλι, πρόσφερε το φάρμακο στο παιδάκι της που ανάσαινε με δυσκολία. Ο βήχας τότε σταμάτησε και ύπνος βαθύς έκλεισε τα βλέφαρα του αρρώστου κάτω από την επίδραση του σωτήριου φίλτρου, ενώ λίγες ημέρες αργότερα το παιδάκι έπαιζε εύθυμα κοντά στο κατώφλι της καλύβας – αλλά η δύστυχη μητέρα σάπιζε στα υπόγεια μοναστηριού. Γιατί κάποιος διάκος ή κωδωνοκρούστης, βγαίνοντας τα μεσάνυχτα από το καπηλειό ή το κρεβάτι πόρνης, είχε κατασκοπεύσει και καταγγείλει την δύστυχη ως φαρμακεύτρια μάγισσα. Μάταια ανέφερε η ταλαίπωρη, για να δικαιολογηθεί, τον θάνατο των δύο άλλων της παιδιών και τον κίνδυνο να πεθάνει εκείνο που επέζησε, τους φόβους και τη μητρική της απελπισία. Τα ρασοφόρα θηρία παρέμειναν ασυγκίνητα- αφού έκοψαν το ιερόσυλο χέρι και έσπασαν ένα προς ένα τα κόκκαλά της, έριξαν έπειτα τον άμορφο αυτό αιματοβαμμένο ανθρώπινο όγκο που βογκούσε στην πυρά. Τα πρακτικά των ιεροδικείων αποτελούν μια μεγάλη σειρά τόμων από φύλλα και κάθε φύλλο περιέχει μια τέτοια ιστορία.»


Η Εκκλησία τις αποκάλεσε «Μάγισσες», τις αφόρισε, τις βασάνισε, τις έκαιγε, επειδή παρέβαιναν το γράμμα του φωτός του αληθινού που μόνο από Αυτήν εκπορευόταν.. Αλλά περισσότερο επειδή επέλεγαν να αγνοήσουν ως αναποτελεσματικό -και άρα αγνοήσιμο- το πνεύμα των κελευσμάτων της.
Εκείνες όμως ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Και προχωρούσαν σ αυτό, παρά τους κινδύνους που επισείονταν. Έτσι, με πυξίδα το ανθρωποκεντρικό προοδευτικό παρελθόν του Ιπποκράτη, διέσωσαν τις επιστημονικές γνώσεις, κι ας ονομάζονταν φίλτρα και μαγικά βότανα του Σατανά επί μια χιλιετία. Κι έτσι εξετράπη σταδιακά η μοίρα της ανθρωπότητας από το σκοτάδι του Μεσαίωνα.

Δεν ξέρω κατά πόσο είναι θεμιτός ο παραλληλισμός που αυθόρμητα κάνω, βέβαια, αλλά το μικρό αυτό δοκίμιο του Εμμανουήλ Ροΐδη* μου έρχεται στο νου πολύ συχνά. Για την ακρίβεια πάει εκεί η σκέψη μου κάθε φορά που παρίσταμαι σε μια ημερίδα που διοργανώνεται από τον πολύπαθο κεντρώο ελληνικό πολιτικό χώρο. Γιατί είναι εμφανής εκεί η εμμονή στας Γραφάς αλλά και η προσπάθεια κάποιων να αποχαρακτηριστούν τα απονενοημένα. Βλέπεις ξεκάθαρα τις διαφορετικές παντιέρες των συμμετεχόντων στις εκφράσεις, στα μειδιάματα, στις ερωτήσεις, τις απαντήσεις, τις διαμαρτυρίες…

Από τη μια είναι οι άνευ κολλημάτων και κωλυμάτων. Εκείνοι που δεν νοιάζονται για το χρώμα της γάτας, για το ποιος είπε τι και πότε, για το αν οι ιδέες κι οι προτάσεις τους είναι συμβατές ή όχι με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, την Επί του Όρους Ομιλία ή το Δίσκο της Φαιστού. Θέλουν να βρουν ένα τρόπο να βγούμε από τα αδιέξοδα, και η μίνιμαξ στρατηγική δεν έχει ιδεολογικές, παρά μόνο ηθικές απαράβατες αρχές. Όλα τα άλλα τίθενται επί τάπητος. Κι ακούς διάφορα. «Άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων» «πλήρης διοικητική αποκέντρωση» «αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων» «Κατάργηση του ασύλου» «πρόστιμα αναλόγως της δήλωσης εισοδήματος», «ευελιξία στον δημόσιο τομέα παράλληλα με την ασφάλεια στον ιδιωτικό»…

Μόλις αρθρωθούν από κάποιον βλάσφημο αυτά τα ιερόσυλα, πριν καν τελειώσει το λόγο του, έχει ήδη πάρει το μάτι σου τους άλλους. Στα πρόθυρα ανευρύσματος ψάχνουν τις τσέπες τους να βρουν τη διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη, για να σου αποδείξουν πόσο ανίερα είναι αυτά που τόλμησες να εκστομίσεις. Και, πιστέψτε με, σε ένα ευφυές κείμενο όπου χωρούσε εξίσου το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», η παραμονή των Αμερικανικών βάσεων, η υπογραφή της ΕΕΠ αλλά και το «η Μακεδονία είναι Ελληνική», μπορείς να στηρίξεις οτιδήποτε και το αντίθετό του. Αρκεί να καταδέχεσαι να το πράξεις, δηλαδή να μην αντιλαμβάνεσαι την έννοια και τη χρήση των συμβόλων, να μην έχεις αίσθηση του χώρου και του χρόνου, να μην βλέπεις την ανάγκη πρόταξης διακριτών συνθημάτων και στόχων σε κάθε περίοδο.

Σαν άλλοι ρασοφόροι, λοιπόν, αφορίζουν οι αυτόκλητοι υπερασπιστές της «αριστεράς», ως μη αρκούντως ορθόδοξα «αριστερό», οτιδήποτε γιατρικό προτείνουν οι πράκτορες του «νεοφιλελευθερισμού», οι οποίοι είναι σεσημασμένοι, και ο τι πουν καταδικασμένο, εννοείται, εκ των προτέρων.. Όλα τους είναι δεξιά, προδοτικά, αδιανόητα «για ένα αριστερό κόμμα». Οι σταυροφόροι αυτοί δεν καίνε, δεν παλουκώνουν, δεν βασανίζουν. Πάλι καλά. Φτιάχνουν όμως -ή φαντασιώνονται κομματοκάπηλες- σεκτες, διώκουν, αποπέμπουν, καταγγέλλουν. Απορρίπτουν συλλήβδην και απνευστί ο τι δεν έχουν ξανακούσει, ο τι κατά τη γνώμη και την ερμηνεία τους δεν ταιριάζει με τα εκ του Πατρός εκπορευόμενα, συμπροσκυνούμενα και συνδοξαζόμενα. Επιμένουν να φτιάξουν το αύριο με τα υλικά του χτες, του προχτές και του αντίπροχτες, βάσει του πριν από τριανταπέντε χρόνια "φρέσκου" πρωτότυπου σχεδίου. Καμία δημιουργικότητα, καμία πρωτοτυπία. Δεν την προβλέπει, βλέπετε, ο μπούσουλας, το καταστατικό, η Αγία Γραφή.

Και τι γίνεται μετά τους αλαλαγμούς τους? Ευνόητο. Πριν αλέκτορα φωνήσαι, οι παρά τρίχα ιερόσυλοι προβαίνουν σε ερμηνευτικές καθησυχαστικές δηλώσεις, και τούμπα η καρδάρα. Παραμένουν μεν κυματίζουσες οι πράσινες παντιέρες με τους ακανθωτούς ήλιους , αλλά ο "μεσαίωνας" συνεχίζει ακάθεκτος.

Τα θλιβερό δηλαδή είναι πως μάγισσες ΔΕΝ βλέπω. Όχι πια. Δεν βλέπω εκείνους που είναι πρόθυμοι να βάλουν το κεφάλι τους στον τορβά, προκειμένου να σώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Δεν βλέπω εκείνους που θα προβούν στην απαραίτητη θυσία του «αυτοαφορισμού» για να δείξουν, να αποδείξουν, στα όποια ευήκοα ώτα της κοινωνίας πως δεν υπάρχουν ιδεολογικά προαπαιτούμενα όταν έχεις μπροστά γκρεμό και πίσω ρέμα. Πως υπάρχουν τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή οι απαράβατες ηθικές αρχές, και οι εκ των ων ουκ άνευ πλέον πολιτικές πρακτικές. Πως υπάρχει το παράδειγμα των άλλων χωρών που, ΝΑΙ, μπορεί να εφαρμοστεί κι εδώ, αρκεί να το εφαρμόσουμε -αφήνοντας τις φολκλορικές ιδεοληψίες κατά μέρος. Πως δεν υπάρχει αριστερό και δεξιό φάρμακο, όπως δεν υπάρχει μαύρη και άσπρη γάτα όταν σ’ έχουν ρημάξει τα ποντίκια.

Κάθε φορά λοιπόν που είμαι μάρτυρας ενός παρόμοιου σκηνικού, κι οι φορές είναι πολλές, κάθε φορά που ακούω και τους τελευταίους των ορθολογιστών να κάνουν δηλώσεις μετανοίας, ειδικά πριν από κάθε στήσιμο κάλπης, εφησυχάζοντας , κακομαθαίνοντας και τελικά παραπλανώντας τους ψηφοφόρους, αναρωτιέμαι τι θα έλεγε ο προοδευτικός Ροϊδης, αν ζούσε και παρατηρούσε κ αυτός την ένδεια «μαγισσών»… Αλλά ο τι και νά γραφε, σε σκοτεινό μέρος θα πήγαινε...

Αφού η απαστράπτουσα αλήθεια είναι μία σ αυτό το χωροχρόνο, και είναι αυταπόδεικτη, όπως όλα τα δόγματα: «Είμαστε ΠΑΣΟΚ, είμαστε ΑΡΙΣΤΕΡΟΙ, και είμαστε ΠΟΛΛΟΙ. Ανδρέα, ζεις, εσύ μας οδηγείς. ΠΑΣΟΚ και νεολαία, μαζί με τον Ανδρέα.»

Χωρίς αυτοσχεδιασμούς προσαρμογής στην απόδοση και ευρείες ερμηνείες. Αλήθεια Ευαγγελίου. Κι όποιος επιμένει να μην τη βλέπει και να φαντασιώνεται λύσεις κακόηχες και κακόπιστες, κακό του κεφαλιού του - δεν καίμε κανέναν, αλλά το ανήλιαγο ξεχασμένο μπουντρούμι της Ακαδημίας τον περιμένει, όπως όλους τους απίστους δήθεν ΠΑΣΟΚους ευρωπαϊστές "νεοφιλελεύθερους". Χωρίς παραληρήματα ενθουσιασμού κάτωθεν, και χωρίς σταυρούς άνωθεν.




*Εμμανουήλ Ροΐδη "Οι Μάγισσες του Μεσαίωνα"
Εκδόσεις Μάριος Βερέττας, Αθήνα, 2006.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.