Παρατηρώντας την πορεία του πολιτισμού –ιδιαίτερα εντός των γεωγραφικών συνόρων της Ευρώπης- διαπιστώνεται μια γενική τάση αποδέσμευσης των λαών από προλήψεις, προκαταλήψεις και εξαρτήσεις και πολιτικές αλλά κατά βάση θρησκευτικές. Θα παρομοιάζαμε τη διαδρομή με τον αγώνα για ανεξαρτητοποίηση κάθε οργανισμού από την προστατευτικότητα του περιβάλλοντός του προς την ανακάλυψη νέων προορισμών για το πνεύμα του. Από τη σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτική θεώρηση του κόσμου που κυριαρχούσε στις αρχές της προηγουμενης χιλιετίας – «σχεδόν» γιατί σε κάθε εποχή υπάρχουν εξαιρέσεις των οποίων η σκέψη προπορεύεται και αποτελεί τον προάγγελο μελλοντικών αναζητήσεων- σταδιακά και με αβέβαια βήματα κάποιες φορές, αιφνίδια και ορμητικά κάποιες άλλες, ο δυτικός πολιτισμός κατέκτησε το δικαίωμα στην επιστημονική γνώση, τουλάχιστον. Δε θα ριψοκινδυνεύαμε μία αποτίμηση της μέχρι τώρα πορείας του, είναι ενδιαφέρον όμως να ακολουθήσουμε αυτό το ταξίδι με τα πισωγυρίσματά και τις δυσκολίες του, σε διάφορους τομείς του πολιτισμού.
Στις αρχές του 11ου αιώνα η πνευματική αλλα και η κοσμική εξουσία στη δυτική Ευρώπη βρισκόταν συγκεντρωμένη στο πρόσωπο του Πάπα. Η Εκκλησία εμπλεκόταν στις αποφάσεις που αφορούσαν τόσο την ευρύτερη περιοχή της δικαιοδοσίας τους όσο και σε προσωπικά ζητηματα των πιστών-υπηκόων της. Η κεντρικότητα του ρόλου της αποτυπώνεται και στην περίοπτη –κεντρική και υπερυψωμένη- θέση που είχαν οι ναοί σε όλες τις παλιές πόλεις της Ευρώπης. « Οι περισσότεροι ναοί της Ευρώπης είναι καταχωνιασμένοι στο κέντρο παλιών πόλεων και περιβάλλονται από οικοδομικούς δακτυλίους που εκτείνονται προς τα εξωτερικά άκρα της πόλης σε ομόκεντρους κύκλους… Είναι σκόπιμα τοποθετημένοι στο κέντρο των κοινοτήτων τους- μια έντονη υπενθύμιση ότι το (sic) πάλαι ποτέ η ζωή εκτυλισσόταν σ’ένα κουκούλι εδραιωμένων σχέσεων και η Εκκλησία ήταν η ψυχή της κοινότητας.»*
Με τη σταδιακή κατάρρευση της φεουδαρχίας και την ανάδυση των πόλεων-κρατών -αρχικά στην ευνοημένη γεωγραφικά Βόρεια Ιταλία- η Εκκλησία παύει να είναι το σημείο αναφοράς των ατόμων και αρχίζει να περιορίζεται στον πνευματικό της ρόλο- μια διαδικασία που μέλλει να αποδειχθεί χρονοβόρα και επίπονη. Έχοντας θέσει τον άνθρωπο σε προτεραιότητα, οι ουμανιστές του 14ου αιώνα προπορεύονται στην καλλιέργεια του πνεύματος εντρυφώντας στα κείμενα των αρχαίων κλασσικών, επιζητώντας να ανακαλύψουν περισσότερα για το ίδιο το παρελθόν τους μελετώντας την ιστορία και το περιβάλλον τους. Οι αναζητήσεις τους αυτές δεν αμφισβητούσαν τη θρησκεία αυτή καθεαυτήν αλλά τη θέση των επί γης «απεσταλμένων» της στην κοινωνία- τη χρειάζονταν ως πνευματικό στήριγμα περισσότερο, και όχι τόσο ως κοσμικό άρχοντα. Οι Ευρωπαίοι της Αναγέννησης αρχίζουν να βλέπουν τον κόσμο κριτικά, να εχουν επίγνωση της διαφορετικότητας τους. Το άτομο γίνεται τώρα το επίκεντρο και η προσωπική οπτική γωνία αποκτά νέο νόημα. Πέρα απο τη στροφή σε θέματα επηρεασμένα απο την κλασσική αρχαιότητα, τα νέα αυτά δεδομένα αποκρυσταλλώνονται και στην τεχνοτροπία με δύο τρόπους: τη ρεαλιστική απόδοση των χαρακτηριστικών και των αναλογιών του ανθρώπινου σώματος, και επίσης με την εισαγωγή της προοπτικής στις καλλιτεχνικές δημιουργίες˙ η εικόνα του περιβάλλοντος αλλάζει πλέον και χάνει την ομοιομορφία που τη διέκρινε στο παρελθόν. Αλλάζει ανάλογα με το θέμα , καθώς τα χαρακτηριστικά των απεικονιζομένων διαφοροποιούνται, και αλλάζει ανάλογα με την θέση του καλλιτέχνη, αφού η προοπτική καλεί το θεατή να αντιληφθεί το χώρο με τα μάτια του δημιουργού. Η τοιχογραφία της «Σχολής των Αθηνών», έργο του Ραφαήλ, στο Βατικανό, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των νεωτερισμών της εποχής, αλλα ταυτόχρονα απηχεί και το ρόλο της Εκκλησίας την εποχή εκείνη ως πάτρωνα της αναγεννησιακής δημιουργίας.
Η καινούργια αυτη ιδιότητα της Εκκλησίας όσο κι αν έδωσε ώθηση στον πολιτισμό, σταδιακά οδήγησε σε ένα κλίμα αρνητικό για τους εκπροσώπους της. Η Ευρώπη ρημαγμένη απο τους θρησκευτικούς πολέμους μαστιζόταν από την πανώλη και το λιμό. Το ενδιαφέρον του παπισμού για πολυτέλεια στο διάκοσμο των ναών πρώτον φάνταζε τουλάχιστον ανάλγητο και, δεύτερον, δεν συνήδε με τα κείμενα της Βίβλου περί λιτότητας, εγκράτειας και απάρνησης των επίγειων απολαύσεων, που πλέον ήταν προσιτά λόγω του αισθητά βελτιωμένου μορφωτικού επεπέδου–μετά την ενθάρρυνση της ίδιας της Εκκλησίας- σε ολοένα και περισσότερους πιστούς. Αρκετοί από τους ιερείς επιδίδονταν σε ένα αγώνα συγκέντρωσης υλικών αγαθών, εκμεταλλευόμενοι την επιρροή τους στους πιστούς. Ανεξέλεγκτοι οι «πνευματικοι καθοδηγητές» πουλούσαν στην κυριολεξία συγχώρεση αμαρτιών –σε νεκρούς και ζώντες, ακόμα και πριν την τέλεση της αμαρτίας. «...Μόλις τα χρήματα κουδουνίσουν στο δίσκο, η ψυχή πετάει εξω από το καθαρτήριο...» Η απογοήτευση και η αγανάκτηση κάποιων εκπροσώπων της άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά, και βρήκαν την εκφρασή τους το 1517 με την ανάρτηση των 95 θέσεων του Μαρτίνου Λούθηρου. Ιδιαίτερα στην κατακερματισμένη Γερμανία, όπου ο Πάπας είχε διατηρήσει σχεδόν αυτόνομη εξουσία, οι κατώτερες τάξεις είδαν τη Μεταρρύθμιση που προωθούσε ο Λούθηρος ως το νέο δόγμα-εχέγγυο της πολυπόθητης ελευθερίας. Οι Γερμανοί δουλοπάροικοι ξεσηκώθηκαν ενάντια στην Παπική υπερ-εξουσία απαιτώντας μεταξύ άλλων και ελαφρύτερη φορολόγηση(1524-1525). Η Επανάσταση των Χωρικών όπως έμεινε γνωστή, πνίγηκε στο αίμα, με τις ευλογίες και του «ποιμένα» Λούθηρου, του οποίου η μεταρρυθμιστική εγρήγορση δεν στόχευε στην ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων.
Γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι η Προτεσταντική κίνηση δεν ήταν άλλο ένα παροδικό ξέσπασμα των απανταχού αντιρρησιών. Καθως η νέα πνοή εκανε το γύρο της ηπείρου έβρισκε οπαδούς σε κάθε σκαλοπάτι της πυραμίδας της εξουσίας. Για λόγους που δεν άπτονταν θρησκευτικών ζητημάτων, το 1534 ο Ερρίκος Η΄ της Αγγλίας ιδρύει την Αγγλικανική Εκκλησία και ανακηρύσσει τον εαυτό του αρχηγό της, ενώ επί της βασιλείας του γιού του η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση εφαρμόστηκε πλήρως στην Αγγλία. Η Ευρώπη πλέον ήταν χωρισμένη σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κάνοντας μια απέλπιδα προσπάθεια να ανακτήσει το χαμένο έδαφος –και φυσικά τους οπαδούς της- προσαρμοζόμενη στα νέα δεδομένα, συγκάλεσε τη Σύνοδο του Τριδέντου το 1545 , κίνηση γνωστή ως Αντιμεταρρύθμιση, αλλά οι εξελίξεις είχαν ήδη δρομολογηθεί. (Θα έπρεπε να περάσουν εκατό σχεδον χρόνια για να αναγνωριστεί επίσημα -με τη λήξη του Τριακονταετούς Πολέμου και την υπογραφή της συνθήκης της Βεστφαλίας (1648)- απο Καθολικούς και Προτεστάντες το δικαίωμα ύπαρξης κάθε θρησκείας και κατ’ επέκταση καθε κράτους.) Ένα από τα κορυφαία γεγονότα της αντιμεταρρυθμιστικής προσπάθειας ήταν η Ειρήνη της Αυγούστας που υπογράφτηκε το 1555 -τριάντα χρόνια μετά το άδοξο τέλος της επανάστασης των δουλοπάροικων- μεταξύ του Αυτοκράτορα Καρόλου Ε΄και των Γερμανών πριγκήπων και που παραχωρούσε στους τελευταίους το δικαίωμα να διαλέξουν ανάμεσα στον καθολικισμό και στον προτεσταντισμό.
Κατά τον 17ο αιώνα, το αναγεννησιακό ρεύμα κορυφώνεται και μια νέα πολιτιστική κίνηση εμφανίζεται. Ο αιώνας του ορθολογισμού θα δηλώσει απόλουτη πίστη στο ανθρώπινο πνεύμα και τις δυνατότητες του ατόμου. Η αμέριστη προσπάθεια για την κατάκτηση της γνώσης ξεκινάει στη Δυτική Ευρώπη όταν οι ανακαλύψεις νόμων που διέπουν τη φύση συνεπαίρνει τους διανοούμενους της εποχής. Η ιδέα ότι η ζωή κυβερνάται από Αρχές καθολικής και διαχρονικής ισχύος διαχέεται σε κάθε τομέα της πολιτιστικής παραγωγής. Η επιστήμη είναι η νέα εξουσία και η ρήση του Καντ «sapere aude» (τόλμησε να γνωρίζεις), θα ορθωθεί απέναντι στο «Πίστευε και μη ερεύνα» των κληρικών και θα συνοψίσει το νέο κώδικα που χαρακτηριζόταν αφενός από την πρωτοκαθεδρία της ανθρώπινης λογικής και της ύμνησης της ελευθερίας ως αναγκαιότητας, και αφετέρου από ένα πρωτοφανή αντικληρικαλισμό καθώς η μονοπώληση της γνώσης, οι δεισιδαιμονίες και ο μυστικισμός της εκκλησίας θεωρήθηκαν οι αιτίες της ανάσχεσης της προόδου ως τότε. Ο μεταρρυθμιστικός ρασιοναλισμός εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη και έφτασε στο Νέο Κόσμο. Ο αγώνας εναντίον πάσης φύσεως δογματισμού και αυθαιρεσίας της εξουσίας καθώς και η πίστη στις δυνατότητες του ανθρώπου με απαραίτητη προϋπόθεση να αφεθεί ελεύθερος να χρησιμοποιήσει τη λογική του αντανακλώνται στην Διακήρυξη της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας (1776), κείμενο που φέρει εμφανώς επιρροές από γνήσιους εκπροσώπους του ορθολογισμού, όπως ο Τζον Λοκ .
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση οι αλλαγές σε καθε τομέα ήταν ραγδαίες. Η βιομηχανία αποτελούσε το νέο τρόπο παραγωγής και οι συνέπειες στον τρόπο ζωής αλλά και στο περιβάλλον γίνονταν ολοένα και περισσότερο αισθητές. Η αντίληψη του κόσμου μέσα από το πρίσμα της λογικής, η διείσδυση της επιστήμονικής ορολογίας σε κάθε τομέα της διανόησης και η εμμονή σε παγιωμένους κανόνες, που δεν επιδέχονταν εξαιρέσεις και είχαν οικουμενική ισχύ αποτελούσαν τα γνωρίσματα της εποχής. Σ’αυτήν την προσκόλληση σε καθολικές αρχές οι Ρομαντικοί αντέτειναν το δικαίωμα των ατόμων να ορίσουν μόνοι τις απαιτήσεις τους αψηφώντας τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα-νόμους που περιόριζαν τη δυνατότητα αυτοκαθορισμού τους. Προτίμησαν να στρέψουν το βλέμμα στην παράδοση, σε μυθικούς ήρωες και ξεχασμένους πολιτισμούς απορρίπτοντας την ψυχρή λογική του κλασσικισμού και το διαφωτισμό που τον υμνούσε. Η έμφαση δινόταν στο θυμικό και όχι το λογικό του ανθρώπου, και η προσπάθεια αφορούσε στην ικανοποίηση των συναισθηματικών αναγκών της ψυχής, ιδιαίτερα με την επιδίωξη μεγαλόπνοων στόχων. Ο λόρδος Βύρωνας (1788-1824) ενσάρκωσε με το έργο αλλά κυρίως με τη ζωή και τον τραγικό, πρόωρο θάνατό του τα πιστεύω των ρομαντικών: αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι σε μία μεγάλη ιδέα και ουσιαστικά θυσιάστηκε αγωνιζόμενος με τον δικό του τρόπο για την ελευθερία των Ελλήνων.
Παρά τη στροφή κάποιων διανοοούμενων προς το ρομαντικό παρελθόν, αλλά και με τη συμβολή της στην περαιτέρω αυτονόμηση του πνεύματος, η επίδραση του ορθολογισμού συνεχιζόταν με αυξανόμενη ένταση. Ο Ρεαλισμός του 18ου αιώνα όρισε την πραγματικότητα ως ό,τι μπορεί να γίνει αντιληπτό διαμέσου των αισθήσεων και μόνο. Η απόρριψη της παράδοσης πήρε τη μορφή επανάστασης ενώ η αμφισβήτηση των εξουσιαστικών δομών και της κοινωνικής οργάνωσης γενικότερα αποτέλεσε το αντικείμενο της διανόησης της εποχής. Έντονη δε την περίοδο αυτή ήταν η εφαρμογή των μεθόδων των θετικών επιστημών στη διερεύνηση κάθε πτυχής της γνώσης. Ο εμπειρισμός αυτός βρήκε εφαρμογή σε όλα τα πεδία: από τη φιλοσοφία ως την τέχνη και την καθημερινή ζωή- αγγίζοντας ορισμένες φορές την υπερβολή. Στην Ελλάδα ο ρεαλισμός αποτυπώθηκε και στο κίνημα των Μαλλιαριστών, οι οποίοι απέρριπταν την καθαρεύουσα ως αναχρονιστική και φτιαχτή και ζητούσαν την αντικατάσταση από μια άκρατη δημοτική στην οποία η αρχαία ελληνική γλώσσα έμοιαζε μακρινός πρόγονος. Το επιχείρημα των δημοτικιστών ήταν ότι η πραγματική γλώσσα ήταν μόνο η καθομιλούμενη που συνέδεε τις εμπειρίες της ζωής και της γλώσσας προσδίνοντας αμεσότητα στο λόγο -ως τέτοια όφειλε να αποτελεί τον αποκλειστικό τρόπο έκφρασης των Νεοελλήνων. «Το ταξίδι μου» του Γιαννη Ψυχάρη, που δημοσιεύτηκε το 1888, είναι ενδεικτικό αυτής της έκφανσης του κινήματος του ρεαλισμού.
Παρά την εντύπωση της ύπαρξης συμπαγών ορίων μεταξύ των σταδίων της εξέλιξης των ιδεών, η πραγματικότητα αποδεικνύει τη συν-ύπαρξη σε μια δεδομένη περίοδο πολλών ρευμάτων ταυτόχρονα. Καθε κίνημα γεννιέται για να δηλώσει κατι διαφορετικό, για να αντιτεθεί σε κάτι ήδη υπάρχον. Γεννιέται όμως όχι εκ του μηδενός αλλά αντλώντας συνήθως ιδέες από την Ιστορία και ανδρώνεται για να αποτελέσει κι αυτό με τη σειρά του στόχο αμφισβήτησης κάποια στιγμή. Οι ιδεολογίες αποκτούν υλική σχεδόν υπόσταση και παλεύουν να επικρατήσουν έναντι των αντιπάλων τους. Ακόμα όμως κι όταν σβήσουν, αναγεννώνται κάποτε από τις στάχτες τους και αναπροσαρμοσμένες στα νέα δεδομένα ξαναδιεκδικούν οπαδούς και ισχύ. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα αναβίωσαν ιδέες που οι ρίζες τους βρίσκονται σε χρονολογίες πολύ απομακρυσμένες από το σήμερα. Ίσως κι αυτό να είναι το σημαντικότερο επίτευγμα του πολιτισμού: η δυνατότητα να συνυπάρχουν τόσες ιδεολογίες όσα και άτομα, τόσες κοσμοθεωρίες όσες και προσωπικές ιστορίες.
*Τζέρεμι Ρίφκιν: Το Ευρωπαϊκό Όνειρο, Λιβάνης, σ161
(Η εργασία εχει γραφτεί πριν κάτι χρόνια, απλώς την αναρτησα τώρα λόγω ανωτέρας βιας.. )
'Οταν οι θρησκείες θα καταργηθούν τότε θ' ανατείλει ελπίδα για τον άνθρωπο. Τον ΝΕΟ άνθρωπο του μέλλοντος.
ΑπάντησηΔιαγραφή