24 Φεβ 2010

Κορόιδα.

...είναι λέει σ ένα μπάρ κάπου στην Κρήτη ο Γιάννης ο μπάρμαν, ομορφόπαιδο, ηλιοκαμένος - σκέτος κούρος, κι ένας Γερμανός τουρίστας αλλήθωρος, τραυλός, αγαθιάρης, γενικώς κακομοίρης καλά καλά. Και είναι και ΠΙΤΑ γιατί δεν αντέχει την καραμπόμπα τεκίλα που τον κερνάνε όλο το βράδυ, κάθε βράδυ, μαζί με τις μπύρες που παραγγέλνει.
Αλλά έχει έρθει για διακοπές, και όλες του οι οικονομίες είναι μαζί του - πληρώνουν καλά στο εργοστάσιο της BMW οι Γερμανοί, άμα δουλεύεις βέβαια, κι αυτός δουλεύει που ξεσκίζεται, οπότε έχει να ξοδέψει, αν χρειαστεί...

Την ξέρει τη φάρα και το πιώμα του τουρίστα ο Έλληνας ο διαόλιος ο μπάρμαν και κάνει από μέσα του:
"Χααα... κουτόφραγκος ο κοκοβιός, και γκόλ, μπροστά του δεν βλέπει, κάτσε, εδώ έχει ψωμί η δουλειά.".

Του πιάνει την κουβέντα λοιπόν, σούξου μούξου μανταλάκια, τον κάνει χειρότερο κουδούνι τεκίλες και ξανατεκίλες, και στο φινάλε του κάνει την κρούση:
-"Χανς, λοιπόν φίλε μου καλέ, λέω να παίξουμε ένα παιχνίδι. Θα σου κάνω ερωτήσεις. Εάν δεν ξέρεις να απαντήσεις, θα μου δίνεις εκατό ευρώ. Μετά θα μου κάνεις εσύ ερωτήσεις. Εάν δεν ξέρω εγώ να τις απαντήσω, θα σου δίνω βέβαια πιο πολλά, δηλαδή πεντακόσια ευρώ, γιατί είσαι στον τόπο μου, κι εμείς είμαστε φιλόξενος λαός. Εντάξει???"

-"Χα χα, ωραίο παιχνίβι, μου αρεθει, ..χικ..", λέει ο Γερμανός. "Να το παίκθουμε τώρα, ...χικ..."

-"Λοιπόν, πρώτη ερώτηση: Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια, Χανς?» λέει ο γάταρος ο μπάρμαν.

Ξύνει το κεφάλι του ο Χανς, πρασινίζει, κοκκινίζει, περνά λίγη ώρα λέει στο τέλος:
-«Γάτα μήπωθ?? Αχ… δεν είμαι θιγουροθ …χικ… κερδίδειθ Γιαννάκη, ορίθτε, πάρε το κατοθτάρικο ..χικ»…

Γελάει κάτω από τη μουστάκα του ο τσολιάς, συνεχίζει ακάθεκτος:
-«Δεύτερη ερώτηση, Χανς. Τι είναι αυτό που κάνει γαβ γαβ ?»

Ξανά-μανα ξύνει την ξανθή του κεφάλα ο Γερμανός, δώστου δώστου, δεν τον βοηθάει η τεκίλα με την μπύρα στον οργανισμό του, όμως…:
-«Θκύλοθ μήπωθ??», λέει σε κάποια στιγμή «Ή …όχι, όχι, αχ, δεν κθέρω… … χικ....χικ.. Ορίθτε, πάρε το κατοθτάρικο».

-«Τρίτη ερώτηση» λέει ο Έλληνας, ενώ σκέφτεται «ω ρε γμτ, έπρεπε να το τραβήξω με την κάμερα αυτό, να το ανεβάσω στο YouTube να γελάσει και κανείς άλλος με τους ηλίθιους τούτους, φτου…»

Συνεχίζει όμως, έστω και χωρίς κάμερα…
-«Λοιπόν, εύκολη αυτή, Χανς: Τι γλώσσα μιλάνε στην Ελλάδα?»

-«Ω ρε παιβί μου, χικ, το ηκθερα αυτό, κατθε να βειθ …χικ… ω, ρε γαμωτο, το κθεχναω, ενώ το ηκθερα.» …μπλοκαρισμένος εντελώς ο Χανς, σκέφτεται, σκέφτεται…. «Ε, δεν κθερω, κθεχαθα, νομίδω Ελληνικά αλλά δεν κθέρω... χικ...», του λέει, «Ορίθτε, πάρε το κατοθτάρικο.»

…. Στην τσέπη του Γιαννάκη και αυτό το κατοστάρικο.

Τελικά, με τα πολλά, ο Γερμανός έχοντας χάσει τέσσερα κατοστάρικα κι έχοντας πιεί άλλο τόσο από το άπειρο ντίζελ που είχε πιεί πριν το παιχνίδι, σηκώνεται παραπατώντας, και λέει :
-«Γιάννη μου πάω για ύπνο γιατί έχω δαλιθτεί λιγάκι, ..χικ… αύριο να παίκθουμε το υπόλοιπο παιχνίβι, εντάκθει? Χικ…»

-«Εντάξει», λέει ο Έλληνας, «τα λέμε το βράδυ, τη γνωστή ώρα».

Παίρνει λοιπόν τα 400 "κερδισμένα" ευρώ ο Γιαννάκης ο καραμπουζουκλής, παίρνει και τα λεφτά από τις μπύρες που του πλήρωσε ο Γερμανός, τσεπώνει και επιπλέον τετρακόσια (δανεικά) από το ταμείο του μπαρ, διότι «αύριο θα μου σκάσει κι άλλα ο ηλίθιος ο Χανς και θα τα βάλω πίσω», βγάζει την X5 από το γκαράζ βάζει μέσα και το πρόσωπο, την «έτσι» για τσάρκα στην παραλία, στα μπουζούκια για γαρύφαλλα και δωδεκάδες πιάτα... «Καλά τη βόλεψα πάλι, ευτυχώς που μ έκανε η μάνα μου έξυπνο, α ρε ΈΛΛΗΝΑ ΜΑΓΚΑ ΑΘΑΝΑΤΕ ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΣΑΙ!!!!», χασκογελάει σ όλο το δρόμο, το λέει και στην κοπελιά - «Αχ καλέ τι έξυπνος που είσαι μωράκι μου» του λέει αυτή, άλλος τόσος σαν το παγώνι ο Γιαννάκης…

Ωστόσο ο Γερμανός πάει στο ΚΤΕΛ, παίρνει το λεωφορείο καθότι ξημερώματα πια, γυρνάει μετά από καμιά ώρα στο ξενοδοχείο ζωγραφίζοντας, τρώει κάτι ανακυκλωμένα πλαστικά που σερβίρουν εκεί για πρωινό, αφού έχει έρθει διακοπές με γκρουπ - ο γύφτος, σαν δεν ντρέπεται- και όλα είναι στην τιμή. Βέβαια μόνο που δεν τα βγάζει επι τόπου από την αηδία - και το ποτό συν τοις άλλοις, αλλά τι να κάνουμε… «Άλλη φορά τέρμα οι τεκίλεθ, σκέφτεται, αυτό θα αλλάκθω αφού με πιάνει το θτομάχι μου. Μια μπυρίτθα θα πίνω και τέρμα»

Κοιμάται μετά, ξυπνάει μεσημεράκι, πίνει το απαράδεκτο νεροζούμι του ξενοδοχείου αντί καφέ, πίνει και τρία depon, και ξαναξεκινά για το μπαρ του Γιάννη αργά το απόγευμα, για να συνεχίσουν το παιχνίδι. Στο δρόμο μέσα στο λεωφορείο, όμως, σκέφτεται ο τι έγινε την προηγουμένη, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά… «Χμμμ… μάλιθτα, κατάλαβα», λέει στον εαυτό του, «χάνω εγώ του δίνω κατοθτάρικο, χάνει αυτόθ μου δίνει πεντακοθάρικο είπαμε ε??».

Φτάνει στο μαγαζί, κάθεται στο μπαρ:
-«Γεια θου φίλε μου Γιαννάκη» λέει γελαστά...

-«Γεια σου κολλητέ μου Χανς, ομορφόπαιδο», λέει ο άλλος, κι από μέσα του «κοροιδάκλαααααα στραβοχυμένεεεε, πέντε βούγια δυό μουσκάρια, πώς είσαι έτσι ρεεεεεε….».

-«Γιαννάκη, πιάθε μια μπύρα!!!! Α, και να τελειώθουμε το παιχνίβι, για να φύγω κι εγώ , με περιμένουν θτο κθενοδοχείο νωρίθ γιατι αύριο φεύγει το γκρουπ μου πίθω για τo Dingolfing , εντάκθει??» λέει σοβαρός ο Χανς…

-«Και βέβαια, Χανς μου, κρίμα που θα σε χάσουμε τέτοιο πελάτη… Άντε, ξεκίνα εσύ, σειρά σου», κάνει ο μπαρμαν.

- «Λοιπόν Γιάννη, θέλω να μου πειθ τι είναι αυτό που άμα το κρατάθ είναι μπλε, άμα το πετάκθειθ θτη θάλαθα γίνεται κόκκινο, κι άμα το πετάκθειθ θτον αέρα γίνεται πράθινο», του κάνει ο Χανς.

Σκέφτεται ο - ξενυχτισμένος και χθεσινοβραδυνός - Έλληνας, σκέφτεται, μπαίνει στο Ιντερνετ από το κινητό, κοιτάζει, ξανακοιτάζει… Περνάει μισή ώρα, δεν έχει βρει απάντηση.
Τελικά, κι ενώ έχει γίνει ρόμπα στην κοπελιά του που είναι μπροστά, αναγκάζεται να παραδεχτεί:
- «Δεν ξέρω ρε Χανς, δεν ξέρω ρε μεγάλε, μ έπιασες, ορίστε, πάρε το πεντακοθάρικο»...

Τα παίρνει τα λεφτά ο Γερμανός, χαμογελαστά, και σηκώνεται...
-"Ε, αθ μην θυνεχίθουμε γιατί βιάδομαι πολύ και εθύ καθυθτερείθ Γιαννάκη" λέει, αφήνει και εφτά ευρώ για την μπύρα του και πάει να φύγει...

Ο Γιαννάκης δεν μπορεί να χωνέψει ότι έχασε… Κάθεται και σκέφτεται ολοδιαόλιστος, και βρίζει τη δασκάλα του στο Δημοτικό που δεν του τα έμαθε καλά και τον κατέστρεψε. Τον τρώει και η περιέργεια όμως... Ενώ λοιπόν ο Γερμαναράς ο τραυλός αλλήθωρος και αγαθιάρης είναι στην πόρτα, τον ρωτάει ο δικός μας :
-«Εντάξει βρε Χανς, οκ, δεν το ήξερα αυτό με τα χρώματα, και πήρες το πεντακοσάρικο. Πες μου όμως, τι διάολο ήταν?»

Κι ο Χανς, βγάζοντας 100 ευρώ:
-«Δεν κθέρω Γιάννη μου, ορίθτε, πάρε το κατοθτάρικο».

_____________________________________
_____________________________________


.....Εδώ τελειώνει το ανέκδοτο κι αρχίζει ο διακαής πόθος....
Δηλαδή η φαντασίωση του Έλληνα να κάνει με τα κρεμμυδάκια το Χανς, επειδή τόλμησε να πάρει την κοροϊδία χαμπάρι αφ ενός και τα λεφτά του πίσω αφ ετέρου.

20 Φεβ 2010

All-time classic

Ελληνάρας με τζιπ, φανάρια Ζαχάρωφ και Βασ. Σοφίας, οχτώμισι το πρωί. Τον βλέπω από το λεωφορείο. Κατεβάζει το παράθυρο για λίγο, ίσα ίσα να κάνει νόημα προς το πεζοδρόμιο, στο παιδί που ψάχνει να καθαρίσει κανένα τζάμι. Ένα όμορφο μελαμψό σγουρομάλλικο παιδί, κάπου 20 χρονών.

Υπακούει πετώντας ο τσαχπίνης, με μια χαρά, ένα ζήλο, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης. Αργεί αυτό το πρασινο φανάρι, τι ωραία... Χαμογελάει ενώ έχει ξαπλωθεί όλος πάνω στο παρμπρίζ. Απο την καλή, απο την ανάποδη, στέγνωμα. Κούκλα το κάνει.
Σκέφτομαι ότι ξυπνάει το πρωί -πού να μένει άραγε- βλέπει τον καιρό, παίρνει τη σκούπα και τον κουβά του, τα εργαλεία του, την επιχείρησή του όλη, και βγαίνει για δουλειά. Για δουλειά. Η δουλειά του. Οταν τον ρωτάνε "τι δουλειά κάνεις", απαντάει "καθαρίζω παρμπριζ στα φανάρια τέρμα Αλεξάνδρας. Όταν δεν βρεχει."

Ο άλλος, μέσα στο Τζίμνι, νωχελικός, κάτι ψάχνει. Νομίζω ότι κοιτάζει για κέρματα, αλλά ψάχνει τα τσιγάρα του. Τα βρίσκει. Ανάβει ένα. Ο μικρός τελειώνει και το σκούπισμα, πάει δίπλα του, πίσω από το τζάμι, περιμένοντας το ευρώ του, τα πενήντα λεπτά του, το κάτι του... Με το τσιγάρο στο χέρι, ο Ελληνάρας κάνει πως κοιτάζει για ψιλά στο λεβιέ. Τωρα το θυμήθηκε. Και οι λεβιέδες δεν βγάζουν ψιλά.
Ούτε καν κατεβάζει το τζάμι: "Τι να κάνω, δεν βρίσκω", κάνει στη νοηματική που μόνο τα γουρούνια μιλάνε, αλλά που όλοι καταλαβαίνουν. Το παιδί απλώς απομακρύνεται, πάει το χαμόγελο.
Γινεται γρήγορα κόκκινο αυτό το φανάρι, τι ωραία.

Ψάχνω να πετάξω λίγα κέρματα στο πεζοδρόμιο, δεν εχω. Την επομενη φορά όμως. Κρεμιέμαι από το παράθυρο και φωνάζω ο τι βρισιά μου 'ρχεται - μα, και το τζάμι του να ήταν ανοιχτό, τα παχύδερμα έχουν βαρηκοΐα, αυτό είναι γνωστό. Δεν θα άκουγε τίποτε... Άλλη φορά θα κυκλοφορώ με πέτρες κι εγώ μου φαίνεται, για πραγματικά γουρούνια, ανεξαρτήτως επαγγέλματος. Συνθήματα δεν θα φωνάξω. Eίπαμε, δεν ακούνε ούτως ή άλλως τέτοιου είδους θηλαστικά.

Φτάνουμε στο Παίδων, ακόμα δίπλα μας ο μις Πίγκυ. Έχει στη θέση του συνοδηγού το δικό του παιδί, ενα αδυνατούλικο κάπου 8 χρονών, το οποίο εξασκείται στις εισπνοές Μάρλμπορο σκληρού.
Χωρίς ζώνη ασφαλείας - εκτεθειμένο. Έκθετο.

Η μαγκιά του ξεχειλίζει από τα μπατζάκια του πολλά βαρύ πατέρα. Μαγκιά στο μελαχρινούλη των φαναριών - μαγκιά με τον ιδρώτα του μελαχρινούλη. Και μαγκιά στον ΚΟΚ, σε κώδικες και νόμους - μαγκιά με κίνδυνο τη ζωή του παιδιού του.

Οι Έλληνες όμως λατρεύουν τα παιδιά τους, με τη σκέψη τους αναπνέουν, θυσία γίνονται γι αυτά. Δεν υπάρχουν πιο καλοί γονείς, αυτό είναι γνωστό στα πέρατα του κόσμου.
Κι είναι και φιλόξενοι, φιλότιμοι, γενναιόδωροι, οι Έλληνες. Πονετικοί. Ξέρουν από ξενιτιά.
Αποκλείεται να έχουν συμβεί αυτά λοιπόν.
Μάλλον εγώ δεν είχα ξυπνήσει ακόμη, κι όλα τα είδα στον ύπνο μου. Οχι, αποκλείεται να συνέβησαν.
Αποκλείεται να συμβαίνουν κάθε μέρα, τόσες φορές, στο ίδιο φανάρι, σε κάθε φανάρι.