ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Αξάδερφε Δημήτρη
Ένα τραγούδι θα σ'αρχέψω
και στην εφημερίδα θα το πέψω
και διάβασέ το κι αν σ' αρέσει
βαρ'το* κι αυτό στου "Νικολού" τη θέση
-Επέρασένε ένας χρόνος τώρα
που εφύασι οι τύραννοι απ τη χώρα
κι αν ειν ετσά η Λεφτεριά που λένε
άσε που μας την πέψανε* πεσκέσι,
ήρωες γινήκαν οι προδότες
κι οι ήρωες γυρίζουνε τσι πόρτες
κι εκείνοι οπου ετρώανε τσι λίρες
κι αφήκαν ορφανά παιδιά και χήρες
ξεκοκκαλιάζουν τώρα τα κλεμμένα
και να μια τύφλα* στσι φτωχοί κι εμένα.
Κι εκείνοι οπου τρώανε με τσ' άλλοι
με τσι Εγγλέζοι ξανατρώσι πάλι.
Και όσα ήκουα κι ενόμιζα κι εθάρρου
εγίνηκαν καπνός ενός τσιγάρου
Γράψε μου λοιπόν, ποια ειν' αυτή η Ελευθερία
μπας κι ειν' η πείνα κι η λυσεντερία;
Μπας κι ειν η μαυροφόρα που γυρίζει
τσι στράτες κι απ τη γδύμια τουρτουρίζει;
Γράψε μου κι αν ειν' αυτή να τη γνωρίσω,
να παω να τη βρω να τση μιλήσω
και να τση πώ: Πώς φαίνεσαι τσαμένη*,
πώς είσαι απ' τα κόκκαλα βγαλμένη
γιατι θωρώ τσι δυο σου τσι κουτάλες
κι ειν' όξω πεταμένες οι κοκκάλες;
Κι αν θες τσαμένη έλα μαζί μου,
να μοιραστούμε το ξερό ψωμί μου,
τα αίματα να πλύνω των πληγών σου,
κι ύστερα φύε και δος των εμματιών σου
κι άμε να ζήσεις σ' άλλοι τόποι,
μα 'πα δε σε γνωρίζουν οι ανθρώποι.
Αξάδερφε Δημήτρη
Ένα τραγούδι θα σ'αρχέψω
και στην εφημερίδα θα το πέψω
και διάβασέ το κι αν σ' αρέσει
βαρ'το* κι αυτό στου "Νικολού" τη θέση
-Επέρασένε ένας χρόνος τώρα
που εφύασι οι τύραννοι απ τη χώρα
κι αν ειν ετσά η Λεφτεριά που λένε
άσε που μας την πέψανε* πεσκέσι,
ήρωες γινήκαν οι προδότες
κι οι ήρωες γυρίζουνε τσι πόρτες
κι εκείνοι οπου ετρώανε τσι λίρες
κι αφήκαν ορφανά παιδιά και χήρες
ξεκοκκαλιάζουν τώρα τα κλεμμένα
και να μια τύφλα* στσι φτωχοί κι εμένα.
Κι εκείνοι οπου τρώανε με τσ' άλλοι
με τσι Εγγλέζοι ξανατρώσι πάλι.
Και όσα ήκουα κι ενόμιζα κι εθάρρου
εγίνηκαν καπνός ενός τσιγάρου
Γράψε μου λοιπόν, ποια ειν' αυτή η Ελευθερία
μπας κι ειν' η πείνα κι η λυσεντερία;
Μπας κι ειν η μαυροφόρα που γυρίζει
τσι στράτες κι απ τη γδύμια τουρτουρίζει;
Γράψε μου κι αν ειν' αυτή να τη γνωρίσω,
να παω να τη βρω να τση μιλήσω
και να τση πώ: Πώς φαίνεσαι τσαμένη*,
πώς είσαι απ' τα κόκκαλα βγαλμένη
γιατι θωρώ τσι δυο σου τσι κουτάλες
κι ειν' όξω πεταμένες οι κοκκάλες;
Κι αν θες τσαμένη έλα μαζί μου,
να μοιραστούμε το ξερό ψωμί μου,
τα αίματα να πλύνω των πληγών σου,
κι ύστερα φύε και δος των εμματιών σου
κι άμε να ζήσεις σ' άλλοι τόποι,
μα 'πα δε σε γνωρίζουν οι ανθρώποι.
*βαρ΄το= βαλ'το
*πέψανε=στείλανε
*τύφλα=μούντζα
*τσαμένη=καμένη, καημένη
*πέψανε=στείλανε
*τύφλα=μούντζα
*τσαμένη=καμένη, καημένη